27.2.10
Τράβηξα χειρόφρενο έξω απ'το κτίριο. Είχα σταματήσει απότομα πάνω στη διάβαση. Αγνόησα κόρνες και βρισιές και κοίταξα κάθε παράθυρο από ενα λεπτό. Ειδήμονες, άρρωστοις, άσχημοι, άγνωστοι άντρες βρίσκονταν στα δωμάτια σου. Φορούσαν ποδιές και κρατούσαν ενέσεις. Ένας με κοτσίδα μ'ανάγκασε να κάνω όπισθεν μέσα στ' αμάξια. Ύστερα θυμήθηκα πως εσύ ποτέ δε θα 'πιανες τα μαλλιά σου χαμηλά. Έζησα μέρες κάτω από αυτά τα μαλλιά φωνάζοντας ξένα ονόματα και δίνοντας λάθος τους ρόλους. Ο σωσίας σωτήρας που δεν έμαθε ποτέ ποια είμαι πριν με ξεχάσει.
Το δεξί μου πόδι άλλάξε θέση. Εννιά παράθυρα κι εννιά λεπτά μετά, έσπρωξε ασθενικά. Στο τέλος της ευθείας βρήκα τον πατέρα μου να κοιμάται με τα ρούχα στον καναπέ. Τον σκέπασα και ξάπλωσα.
Κοιμήθηκα εκεί.
Να του λείπει λιγότερο η μαμά. Να μη μου λείπει και μένα τίποτα.
24.2.10
Ένα σωρό κοράκια έφτασαν στην κοιλιά μου κι εσύ ως σκιάχτρο κατάφερες να τα διώξεις. Έφτιαχνες κρέπες από κλεμμένα αυγά και τις πετούσες στον αέρα. Τα πουλιά τρόμαζαν. Ερχόσουν θριαμβευτής και με τάιζες φαγητά μιας ακόμα νίκης. Αλμυρά και γλυκά εναλλάξ, όπως μ' αρέσουν. Mε τάιζες κι οπισθοχωρούσες μέχρι να δεις τα μάτια μου να κλείνουν.
Δυνάμωσα και μάζεψα τα πούπουλα της μάχης. Δε φάνηκες ξανά ολόκληρος. Μόνο κάτι άχυρα βρήκα και τα πέταξα μαζί με τ'αποφάγια μας.

18.2.10
Ήταν η πρώτη φορά που έβαζα αηλάινερ. Έμοιαζα όμως σαν να τραβάω χρόνια αυτήν τη γραμμή. Οι ευθείες είναι πάντα εύκολες, σκέφτηκα. Άλλαξα γνώμη και γύρίζοντας τον καρπό μου διέγραψα μια ζόρικη καμπύλη. Κράτησα το πινέλο πάνω απ'το κεφάλι μου για να συγκρίνω το βαμμένο βλέφαρο με το άβαφο. Εκείνη τη στιγμή, μια μαύρη κηλίδα έσταξε στο δεξί μου μάγουλο. Έτσι, βγήκα στους δρόμους με την καινούρια μου ελιά. Το μαγαζί ήταν γεμάτο με τους ίδιους. Η παρέα μου άντρες. Στη γωνία μπροστά μου τρείς ξανθιές 50άρες έβγαζαν φωτογραφίες η μία την άλλη. Ύστερα ξεκίνησαν να κουνάν τους κώλους τους. Δεν είχα όρεξη απόψε. Καθώς έγνεφα καταφατικά στις αμοησίες που μου'λεγε ένας, το βλέμμα μου έπεσε στο απέναντι σουβλατζίδικο. Τέσσερις άντρες καθόντουσαν όλοι μαζί σ'ένα τραπέζι με φαγητά και γελούσαν. Φορούσαν πορτοκαλί και φαίνονταν  κουρασμένοι. Συζητούσαν κι ίσως έλεγαν για τα σουβλάκια που πούλησαν σήμερα. Παράτησα το ποτό και βγήκα έξω. Έκανα δυο μεγάλα βήματα και άνοιξα την πόρτα του Λάκη. Ένας απ'όλους τους πορτοκαλί, ήρθε στον πάγκο να μ'εξυπηρετήσει. Παρήγγειλα το κλασσικό. "Πακέτο;" "Όχι, θα καθίσω", είπα. Τους κοίταξα έναν-έναν. Αναρωτήθηκα ποιος απ'όλους να'ταν ο Λάκης. Έκατσα στο διπλανό τραπέζι κι άρχισα να τσιμπολογάω κρύες πατάτες απ'το σάντουιτς. Ήμουν σκασμένη απ'το φαγητό αλλά έπρεπε να αποδείξω πως ο λόγος που είχα έρθει ήταν ο προφανής. Από την ώρα που μπήκα, κανείς δεν έβγαλε άχνα. Ύστερα από λίγο το διαλύσανε και έπιασε ο καθένας τη δουλειά του για το κλείσιμο. Μπαίνοντας εκεί είχα φανταστεί να μου λένε να κάτσω μαζί τους και να πιάνουμε ωραίες κουβέντες για γκόμενες, λαδόπιτες και ποδόσφαιρο. Τώρα, είχα μείνει μόνη μου με τις τρεις πατάτες να συνοστίζονται στο στομάχι μου, ανάμεσα σε αχώνευτες μπάμιες και δύο πιάτα μακαρόνια. Τύλιξα ό,τι αγόρασα στη χαρτοπετσέτα, πλήρωσα κι έφυγα. Είχε αρχίσει να βρέχει. Του σπιτι βρωμούσε καθαριότητα. Στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη. Μ'ενα μαντίλι και λίγο τρίψιμο έσβησα τη μουτζουρωμένη ελιά. Στην αριστερή μεριά του κρεβατιού μου ξάπλωνε ανάσκελα κάποιος με άσπρο φανελάκι και βρώμικα παπούτσια. Ξάπλωσα, γύρισα πλάτη και κοιμήθηκα αναπνέοντας το μεθυσμένο του στόμα. Είδα στον ύπνο μου πως ήμουν άντρας με μαύρη κρεατοελιά στο ζυγωματικό. Είχα μόλις φάει στου Λάκη και καληνύχτιζα τους πορτοκαλί μετά από φοβερή κουβέντα για γυναίκες. Ύστερα γύρισα πάλι στο μαγαζί με τους ξενέρωτους, ήπια το ποτό μου και την έπεσα στις ξανθιές. Τις φόρτωσα και τις τρεις στο αμάξι μου και πήγα σπίτι να αποδείξω ποια κότα έχει το ζουμί. Διέκοψα το πάρτυ ξυπνώντας από τη γλώσσα του γκόμενου που πίεζε ασφυκτικά την κλειτορίδα μου. Του'δωσα μια κλωτσιά στο κεφάλι και πήγα να κατουρήσω. Ήταν ακόμα βράδυ. Το κωλόχαρτο είχε τελειώσει. Προαπαθώντας μάταια να φτάσω το υδρόφιλο βαμβάκι, ευχήθηκα να'μουν άντρας με ελιά. Έμεινα να κοιτάω τις δύο χρωματιστές οδοντόβουρτσες, ανήμπορη να σηκωθώ. Ανήμπορη να κοιμηθώ μόνη.
16.2.10
Για να'ρθεις εδώ πρέπει να 'ρθεις αργά. Να γράψεις ήσυχα οδό κι αριθμό μην τύχει κι ακουστείς. Θα κοιτάξεις αριστερά και πίσω. Ίσως και δεξιά, μην καταφέρει να δει κανείς απ'το πορτοπαράθυρο. Θα γράψεις πέντε-δέκα ονόματα που θα σου'ρθουν στο μυαλό και τελευταίο το δικό μου. Μόλις σηκώσεις τα μάτια στην οθόνη, θα'σαι εδώ. Τα μισά σου νύχια θα φυτρώσουν ολόκληρα για να μου ξύσεις την πλάτη. Θα'σαι 10 κιλά πιο αδύνατος για να στα ξαναβάλω εγώ όπως ξέρω και θέλω. Θα'ρθεις χωρίς αξιώσεις αλλά με ιδέες. Γιατί σε κάθε σκέψη σου είναι το κορίτσι. Πίνεις κοριτσοχυμό, τρως κοριτσομπάμιες, κόβεις κοριτσολέμονα και βλέπεις κοριτσόραση. Το κορίτσι παντού. Το κορίτσι είμ'εγώ. Διακτινίζεσαι κι εσύ μέρα παρά μέρα σαν αγόρι μικρό να δεις τι κάνω και ποιους κάνω και πώς. Τις περισσότερες φορές ρίχνεις μια γρήγορη αλλά καλή ματιά, με βλέπεις που είμαι ακόμα στα μπετά και φεύγεις. Μέχρι να μην αντέχεις πάλι και να 'ρθεις μόλις κοιμηθούνε οι κακοί. Θα με βρεις τώρα να κοιμάμαι με κάποιους αντρες στο κρεβάτι μας. Θα παρατηρήσεις τα πρόσωπά τους να βρεις εσένα μέσα κι όταν δεις μαλλιά και μύτες κι αυτιά και χείλη αρκετά σαν τα δικά σου θα φύγεις. Σίγουρος πως στο κορίτσι μέσα είσ' ακόμα εσύ. Ύστερα θ'αργήσεις, μα θα φανείς αργά ή γρήγορα κάτω από αυτό εδώ ή από ένα επόμενο μπαλκόνι. Θα'ρθεις χωρίς να γράψεις λέξεις. Χωρίς κήπους , χωρίς ζώα, χωρίς προηγούμενα. Κρυψίνους μα όχι πια κρυφός. Θα'ναι μέρα με ήλιο όμως εσύ δε θα ιδρώνεις. Θα βγάζεις πέτρες από την τσέπη σου να τις πετάξεις στα τζάμια μου. Θα'χει μαζευτεί και κόσμος να δει τι γίνεται. Ποιος είναι αυτός ο τρελός κι από πού ήρθε, θ'αναρωτιούνται. Και μόλις σ' ακούσω, θα βγώ. Θα'μαι εγώ, θα 'σαι εσύ κι ένας κόσμος να μας πηγαίνει σε γάμο. Κι ύστερα μ'ένα πάτημα μαύρου πλήκτρου θα 'σαι πίσω. Θα ελέγξεις γύρω σου να βεβαιωθείς και πάλι ότι κανείς δε σ'είδε να χάνεσαι και να συνέρχεσαι. Θα αποσυρθείς αθόρυβα στα ενδότερα, αγόρι άγουρο με ακόριτσο κορίτσι. Θα μεγαλώνεις και θα γεμίζεις με γνώσεις αλλονών. Κι ό,τι είναι δικό σου και κατάμαυρο θα ξεφτίσει σαν τη μνήμη του κοριτσιού που κάποιου άλλου, κάπου αλλού έγινε γυναίκα.
10.2.10
Φίλησα τους διακόπτες. Τα χέρια μου ήταν γεμάτα, μόνο το στόμα είχα εύκαιρο. Στεκόμουν μπροστά και πίεζα τα χείλια μου μου στη μέση του πλαστικού. Τα μάτια μου σ'όλες τις απάτες ήταν ανοιχτά και σε κάθε κλακ έπεφτε σκοτάδι. Έδωσα πέντε μεγάλα φιλιά κι ύστερα ήρθα εδώ που οι λάμπες είναι πλάγιες και δε με αρρωσταίνουν. Άδειασα τα χέρια μου κι έφαγα ό,τι προοριζόταν για το κακό μου στομάχι. Σχέση ταπεροεξάρτησης είπες πως έχουμε και γέλασα εκεί, πλάι στους φαντάρους συνταξιδιώτες σου. Το τάπερ δεν ταιριάζει να γραφτεί μα ξέρουμε πως είμαστε ακριβώς αυτό. Εγώ πεινάω, εσύ ταϊζεις. Εγώ αδειάζω, εσύ γεμίζεις.
Οι φλέβες μου απόψε χτυπάνε σαν τις δικές σου εκείνο το τρομερό βράδυ. Όταν δεν μπορείς να ανοίξεις τα μάτια σου απ'τον πόνο, δεν ξέρω ποιος είσαι. Κάθομαι και κρατάω ένα χέρι, ακούνητη μην κουνήσω τον αέρα που θα σε κουνήσει. Ύστερα περνάει. Κι είσαι πάλι εσύ αλλά θολός. Και μου υπόσχεσαι πως θα'σαι καλά. Γνέφω ναι, αλλά δε σε πιστεύω κι ας μην είπες ποτέ ψέματα. Να μην πω ούτ' εγώ από'δω και πέρα, μου ζητάς. Να η πρώτη αλήθεια. Δε διάβασα. Κάνω καθιστική διαμαρτυρία. Έχω αίτημα σοβαρό, πρώτο και τελευταίο. Από πεζός να γίνεις πεζομάχος. Θα αρνηθείς.
Με όλα αυτά τα αναλγητικά, θυμήθηκα την ιστορία ενός ανθρώπου απροσδιορίστου φύλου και ηλικίας. Απέφευγε τα χάπια  γιατί κάποια τον σκότωναν λόγω μιας φοβερής αλλεργίας κι άλλα του θύμιζαν άρρωστιες κάποιων γυναικών. Ο ψυχόπονος ερχόταν βράδυ όπως αιώνες κάνει κι εκείνος προσπαθούσε να τον στείλει μακριά μακριά με κάτι μπακάλικους υπολογισμούς. Τόσα Χρόνια, Τόσα Χιλιόμετρα, Τόσα Λεφτά, Τόσες Μέρες, Τόσες Επόμενες, Τόσες Επίμονες, Καμία Μία. Τα'βαλε κάτω μια μέρα και τα ξαναμέτρησε. Με σωστές πράξεις και αποδεδειγμένα μαθηματικά. Δεν του βγήκαν. Πήρε ψυχοχάπι και κοιμήθηκε διπλός. Πάντα μόνος.
Ποτέ μόνη κι εγώ σ'αυτό το σπίτι έτη αναρρίχησης μακριά. Το βάφω με χρώματα που ξεγελάν πολλούς. Νομίζουν πως είμαι πράσινη και μπλε και μωβ. Ύστερα, να η πλάνη.
Έτσι μένουμε κι εγώ κι εσύ στο φόβο του Ενός. Εκλεκτοί κι εκλεκτικοί και ίδιοι. Αναζητήσαμε εαυτούς και αλλήλους. Και τώρα λέμε τι πιο σωστό απ'το να αγαπάς. Μα κοίτα εδώ ψηλά και πες. Τι πιο λάθος απ'το να αγαπάς μόνο;
9.2.10
Είναι αυτό το μωρό. Με είδε μια φορά που η μάνα του μού χτύπησε το κουδούνι. Προσπαθούσα να βρω το σύρτη κι ένιωθα σκατά. Άνοιξα την πόρτα κι ο σκύλος μου άρχισε να γαβγίζει. Η μάνα φοβήθηκε, το μωρό ατάραχο. Κοιτούσε εμένα, ύστερα το σκυλί. Δε φοβήθηκε καμιά μας. Άκουσε τ'όνομά μου μια φορά μόνο εκείνο το πρωί. Από τότε, κάθε που βγαίνουν από το σπίτι τους, ακούω το μωρό να το λέει. Το προφέρει χωρίς λάθος. Καλούν το ασανσέρ και το μωρό μάλλον θα κοιτάζει κατά 'δω. Η μάνα απανταέι πως έφυγα για να σταματήσει αλλά εγώ είμαι πάντα εδώ και τ'ακούω όλα. Και το μωρό το ξέρει.
Δεν είμαι εντάξει με τα μωρά. Θέλω να πω, δεν ξέρω να κάνω κάτι το ιδιαίτερο. Μόνο καμιά φορά που οι γονείς τους κοιτάν αλλού, τους κάνω το χταπόδι. Άλλα γελάνε, άλλα τρομάζουν, άλλα δε νοιάζονται. Θυμάμαι ένα που έπιανε τα βυζιά μου. Όλη την ώρα τα πιανε δήθεν τυχαία όταν το έπαιρνα αγκαλιά. Δεν το ξαναπήρα. Κι ένα άλλο που μού'λεγε σ'αγαπάου. Δεν ξέρω γιατί. Πιστεύω πως ήταν όλα ψέματα.
Σκέφτομαι αν ξανακούσω εκείνο το μωρό να με φωνάζει εδώ απ'έξω, να βγω να με δει. Να με κοιτάξει σαν να'ξερε πάντα πως είμ'εδώ και τ'ακούω. Γιατί ήξερε. Γιατί είμαι εδώ και υπάρχω, αφού άμα τέτοιος άνθρωπος κοιτάζει στα μάτια σου, μάλλον υπάρχεις στ'αλήθεια.