10.3.24

Αγάπη μου

επιστρέφω από ένα παράξενο γλέντι

Δεν σε σκέφτηκα ούτε μια στιγμή

Οι Ρώσοι συγγενείς μου χόρευαν 

κάτι άσχημο

Εγώ χειροκροτούσα την τρέλα

Δεν σε σκέφτομαι πια

Ο σερβιτόρος 

με αγάπαγε 

όπως κι εγώ τον κοιτούσα

Στο τέλος

γύρισα και του είπα:

Είσαι τόσο όμορφος! -χωρίς απολύτως να είναι

Χόρεψα δύο τραγούδια

ενώ δεν έπιασα την ανθοδέσμη

Τις προηγούμενες μέρες

είχα έναν μεγάλο πόνο εκεί που καθόταν

το γατάκι μου

Πέθανε

Κι εγώ χόρεψα για όλους αυτούς τους λόγους

απόψε

Κι είπα στον σερβιτόρο διάφορα πράγματα

Είχε στενά μπατζάκια και δεν φόραγε κάλτσες

Όλα αυτά δεν

με πτόησαν

Τον αγάπησα για λίγο

καθώς μου έβαζε να πιω κάθε τόσο

Το αφεντικό του ήταν ένας βάρβαρος

κι έτσι 

έκανα τα πάντα για να υποτάξω 

τον σερβιτόρο μου

και να αποδείξουμε μαζί την αξία του

Ήπια τον αγλέορα 

γιατί υποστήριζα την αποψινή μου αγάπη

Έναν σερβιτόρο

Έναν σερβιτόρο

Έφυγα χωρίς να τον χαιρετίσω

Τι νόημα έχει κάθε αγάπη

Δεν σε σκεφτόμουν

Χόρευα κι έπινα

και τώρα έφυγα

για το σπίτι

6.2.24

Ένα μπολ λύπη

Ένα τρένο λύπη

Ένα σκυλί λύπη

Ένα ζυμάρι λύπη

Ένα αυτί λύπη

Μια άκρη λύπη

Ένας φόβος λύπη

Ένας χαζούλης λύπη

Δέκα μέτρα λύπη

Χορτάρια λύπη

Ένα σπίτι λύπη

Με τέντες λύπη

Και στον κήπο λύπη

Ο ύπνος λύπη

Ένα περίεργο πράγμα λύπη

Βαδίζω λύπη

Ένα μαύρο φορτίο λύπη

Μια απόφαση λύπη

Ένας γέρος λύπη

Ένα ποτό λύπη

Κι άλλο ένα λύπη

Ένα πουλί πετάει λύπη

Τι εικόνα λύπη

Ένα κουταλάκι λύπη

Ένα βουνό λύπη

Όλος λύπη

Δεν βαριέσαι λύπη

Ένα γαμημένο πράγμα λύπη

Σχεδίαζα λύπη

Γράφω την εργασία μου λύπη

Γουλφ Γουλφ Γουλφ λύπη

Της Λίνας λύπη

Δρόμοι λύπη

Χωριά λύπη

Αφιερώσεις λύπη

Ήρωας λύπη

Μετά λύπη

Ένα φεστιβάλ λύπη

Κυρίες λύπη

Χορωδίες λύπη

Ψαράκια λύπη

Στην ουρά λύπη

Δεν ξέρω λύπη

Πώς να το πω λύπη

Ξαφνικά λύπη

Κουκκίδες λύπη

Μαλλιά λύπη

Μια μεγάλη λύπη λύπη

21.12.23

Και τώρα πάλι το μικρό σου γατάκι είναι το δώρο μου που σε αγαπώ αφού το αγάπησα κι αυτό όταν το είδα πεταμένο στην πυλωτή της οικοδομής μου. Δώρο στο δώρο, χώμα στο χώμα και αγάπη στην αγάπη, να τος ο μικρός σου άσπρος κύριος πηδάει από τον καναπέ στο χαλάκι και πίσω. Τι να κάνει τώρα άραγε που σ´εχασα πάλι μέσα στην τρέλα που σε πιάνει να παρατήσεις τη ζωή; Κάποτε σου ´χα πει πως ξέρω τη μαύρη νέκρα του σκοτεινού ερέβους. Ε τι νόμιζες; Πως ξεχνιέται τέτοια γνώση; Θα σε αφήσω όμως πάλι να πας στο καλό ή για όπου το ´βαλες. Μου είπανε πως ίσως πας και στο Άβατον να γίνεις καλά ή σε κάποια κλινική της πόλης μας ή στον θάνατο. Είμαι έτοιμη για τα πάντα, εσύ με ετοίμασες αγάπη μου αγάπη μου κυρ´ ελέησον κυρ´ελέησον. Είμαι έτοιμη να σε ξεπροβοδίσω προς τα κάπου καθώς ήδη μου λείπεις που δεν μιλάμε για τον γατούλη μας ή τον καθηγητή που μου την έπεσε ή κι άλλα ζητήματα μακριά από τον πόνο. Πάλι γράφω για εσένα. Τι χρόνος! Και τα πλήκτρα στο κινητό είναι τόσο μικρά που πονάω για σένα. Πότε θα γίνεις καλά; Σε δέκα χρονάκια θα με αναγνώριζες και θα αγάπαγες τη ζαρωμένη μου φάτσα; Θα ζεις σε δέκα χρόνια ή πεθαίνεις ώσπου να τελειώσω αυτό εδώ το ανάλαφρο γράμμα; Στο όρος όπως και στα υπόλοιπα μέρη, καθώς θα γίνεσαι καλά κι η ζωή θα μεγαλώνει, εγώ θα σε σκέφτομαι γιατί ήμουν πάντα μια μεγάλη σου -τερατωδώς μεγάλη- φίλη. Και καθώς θα σε σκέφτομαι, εύχομαι να ζεις και να γίνεσαι αργά αργά αργά καλά. Μου λείπεις πάντα. Είσαι εκεί δίπλα για παράδειγμα και τρως πατάτες και μου λείπεις γιατί δεν είσαι πια εσύ. Πόσο πιο απλά να το πω; Καμία ποίηση δεν μένει σε αυτό εδώ το πράγμα που σου γράφω! Έχω ένα μεγάλο πόνο που πονάει επειδή ενώ σε πιάνω σφιχτά κι εσύ δεν πας πουθενά και κρατιόμαστε έτσι, ξέρω πως το αληθινό σου σώμα με το αληθινό σου μυαλό έχει αποδημήσει κι αυτό εδώ στα χέρια μου δεν είναι παρά ένα άγνωστο σύμπλεγμα της ανάμνησής σου. Τι σκληρό να σου λέω κάτι τέτοιο όταν ξέρω πως κι η ασυνείδητη ανάμνησή σου σου με αγαπάει τόσο βαθιά και πληγώνεται. Ξέχασα και πώς γράφουν για την αγάπη τόσο που σκοτώνεται κάθε φορά στον δρόμο της. Οι κοφτές μου προτάσεις λένε πως δεν μπορώ πια να συνθέσω κάτι περίπλοκο. Τα ´παιξα τελείως. Λοιπόν, κάπου εδώ πρέπει να κλείσω. Δεν ξέρω αν θα σου ξαναγράψω τόσο που φοβάμαι πως όλα πρόκειται σύντομα να πέσουν. Πέφτει το πεσμένο φύλλο; Ξαναπέφτει το νεκρό πουλί που έπεσε και ο αλληγορικός μας της αγάπης πεσσών; Τίποτε κάτω δεν πέφτει κάτω κι έτσι, εγώ, δεν έχω κάτι άλλο να φοβάμαι πια και σ´ αγαπώ και σου γράφω σαν να είναι όλα λογικά εντάξει, καληνύχτα.

14.11.23

Δεν υπήρχε τρόπος να φτιάξω τον χρόνο.

Δούλευα σαν να μην υπήρχε αύριο κι αύριο δούλευα. 

Έτσι υπέβαλα μια αίτηση. Η αίτηση έγραφε «πλήττω εδώ πέρα».

Με πήρανε πρώτη. Με διαφορά. Πρώτη φορά έβλεπα ένα άριστο νούμερο δίπλα στο όνομά μου.

Στη συνέντευξη νόμιζα πως όλα καταστράφηκαν αφού πίστευα ότι δεν ήξερα την τύφλα μου κι είχα άλλωστε σπουδάσει κάτι φοβερά άσχετο με το ζήτημα.

Έκαναν μια τεράστια εξαίρεση κι αυτό σημαίνει πως είμαι και πάλι μόνη.

Οι συμφοιτητές μου θέλουν είτε να πάρουν κάτι είτε να συνεχίσουν κάτι άλλο.

Εγώ θέλω να δω πόσο πιο ευτυχισμένη μπορώ να γίνομαι με όλα αυτά τα καινούργια τρελά πράγματα της ζωής.

Οι μέρες γεμάτες χρόνο αδειάζουν και εγώ είμαι ευτυχισμένη.

Σπουδάζω κάτι με την τέχνη και βλέπω τι μπορεί εκείνη να κάνει με εμένα. 

Προς το παρόν με κάνει πανέμορφη σαν ένα γλυπτό κάποιου που δεν ξέρω να παραθέσω. 

Η ευφυία μου αντιθέτως καταγράφεται ασταθής και έτσι κρατάω λεπτομερείς σημειώσεις την Τρίτη και την Πέμπτη.

Τις άλλες μέρες χαζολογάω στο εργαστήριο της αγρανάπαυσής μου. 

Χτες, στον αγρό πέρασε ο καθηγητής μου. Τα χέρια του τρέμουν και δεν μπορούσε να ανοίξει τα έργα μου. Τον βοήθησα. Έπειτα μου είπε πως δεν έχει συναντήσει ξανά εξωσχολικό με τέτοιες ικανότητες. Η απόφασή του ήταν να εξαιρεθώ από την εργασία γιατί την έχω προσπεράσει και απλώς να ερευνήσω και να μάθω, να μάθω.

Ο κύριος αυτός με κοίταζε στα μάτια δυνατά κι εγώ φοβόμουν το όνομά του.
 
Κάποιοι ακόμη περάσανε από το σημείο που έχω στήσει το τραπέζι μου. Είπανε πως μοιάζει σαν να ´μαι κάτι χρονάκια εδώ. Άλλοι είπανε «μα πότε χτίστηκε αυτός ο πύργος;». Ένας είπε πως δεν θα χρειαστεί να κάνω τίποτε τον επόμενο καιρό γιατί γι’ αυτόν μόλις έστησα τη διπλωματική μου. Εγώ είχα απλώς φέρει μια κούτα με πράγματα κι έφτιαξα κάτι γνωστό ώστε να μπορέσω γρήγορα να κάτσω να δουλέψω. 

Διάλεξα τη γωνία με το παράθυρο.

19.10.23

Καλώς! λέει ο Στέφανος. Κι εννοούσε ότι διαφωνεί που δεν πήγα στον γιατρό. Τρανταζόμουν από κάποια αρρώστια -σπάνιο για τον δυναμικό οργανισμό μου- σαν να μην είχα πια καρδιά και στήθος, μα τώρα που γύρισα κι έφτυσα από μέσα μου ένα κάθιδρο περιεχόμενο καλλιτεχνικών δηλώσεων, έγινα καλά! Πάει ο γιατρός, τον άφησα στο ραντεβού να περιμένει χωρίς μάλιστα να τον ενημερώσω. Δεν προλάβαινα και αποφάσισα συνειδητά να τον αφήσω να αναρωτιέται τι να απέγινε το Ανιώ που με παρακάλεσε να τη βάλω σφήνα ανάμεσα σε άλλα απαίσια περιστατικά! Έγινα καλά με το που πάτησα το πόδι μου στην οδό ξέρετε ποια, θα του έλεγα αν έβρισκα χρόνο για μια ιατρική, εμπιστευτική κουβέντα. Έγινα καλά γιατί απομακρύνθηκα από την επιτυχία του να είναι κανείς ο εαυτός του και να πρέπει κάτι να πει για αυτό! Χειροκροτάνε οι άλλοι γιατί δεν γνωρίζουν πως μπροστά τους έχουν ένα ανυπόκριτο κάθαρμα που δεν θα τους χειροκροτήσει σε λίγο. Μέσα όμως στους πολλούς βρήκα πάλι έναν ή δυο μονάχα που κρυφά με τα μάτια τους δείξανε τα χέρια τους και με τα χέρια τους δείξανε τα μάτια μου που καθρεφτίζανε την επίγνωση και τον κυνισμό. Εκεί ξεκίνησε η αναχώρηση του βήχα και η ιδία αποδοχή της θέσης μου ανάμεσά τους ως τιμητική πλακέτα της άδολης επιχείρησης του να υπάρχω κι εγώ μέσα στο ανεπανόρθωτο αυτό κενό.

18.10.23

Ω πόλη μοναδική και απαίσια σ´ έβλεπα στον ύπνο μου κάθε βράδυ. Τι είναι η Βουδαπέστη μπροστά σου κι όλη η γελοία Ευρώπη, πώς να συγκριθεί η εξαιρετική ομορφιά των πόλεων με τη μελαγχολία του χειμώνα που περίμενε μέσα στο αρχαίο μου σπίτι. Ω πόλη με το σπίτι μου μέσα! Πόλη δική μου! Ιδιότροπα σκουπίδια και σφαίρες που πέφτετε κάτω από το μπαλκόνι μου, περίπτερο εσύ στη γωνία και Πακιστανοί μαγαζάτορες, μα κι εσείς γείτονες γέροι μου, πόσο μου λείψατε αχρείοι μου φίλοι κι αγαπημένη εικόνα απ´ την οποία δεν λείπω! Τι αφάνταστα ταιριαστή παρέα η μοναξιά μου με τη δική σας. Πόλη μου, κοιμόμουν άγρια αυτές τις μέρες μακριά σου σε ένα στρώμα πλούσιο και μαλακό. Έξω ήταν κόσμος που ήθελε να με γνωρίσει. Τους είπα ιστορίες. Τους είπα για ´σένα. Μέσα μου λαχταρούσα τόσο πολύ να γυρίσω πίσω στο άθλιο στρώμα μου με τα σπασμένα ελατήρια. Ω Θεσσαλονίκη και Στέφανε της Θεσσαλονίκης, αν γινόμασταν όλοι όσοι αγαπώ ένα, δεν θα ήταν άραγε οι δρόμοι τώρα αυτοί γεμάτοι με τις άδειες παρατημένες βαλίτσες μας; Μου πήρε δέκα χρόνια να σε καταλάβω τοπίο ομιχλώδες και να γράψω για εσένα ένα βιβλίο. Μέσα σε αυτό είμαστε εγώ κι εσύ, πόλη, σε μια στάση που έκανε κάποιους να κλαίνε. Είσαι γύρω μου. Οι φίλοι μου είναι κι αυτοί γύρω κι ακούνε όταν τραγουδάω στο μπαλκόνι, ο Τάσος στην κάτω γωνία κι ο Λάμπρος εδώ κοντά, η Λίνα μακριά στον λόφο να επιβλέπει, η μάνα μου σε μια άκρη στη θάλασσα, ο πατέρας μου στον δρόμο με το αυτοκίνητο. Ω πόλη! Μπορώ να σε κλείσω μέσα σε ένα ζεστό ψωμάκι όπως λέει ένα βουλγάρικο νανούρισμα. Είναι μια μπάμπω και φτιάχνει ζυμάρι. Μέσα στο ζυμάρι περνάει ο κόσμος και κλείνει κάτι αγαπημένο. Εγώ στη ζεστή αυτή φουρνιά διπλώνω εσένα, πόλη, για τον παράξενο μέσα στα λασπόνερά σου αντικατοπρισμό μου που μαζεύει γύρω του, κυματίζοντας ελαφριά, τα πρόσωπα που μ´ αγάπησαν και ζήσανε για λίγο ή πολύ, εδώ, σ´ ένα τοπίο γνήσιο, μαζί μου.

13.10.23

Στέφανε, 

δεν ετοίμασα τίποτα.

Κοιτάζω μέσα απ´ τα λουλούδια που αγόρασα χτες στο σούπερ-μάρκετ, το παράθυρο που έχει θολώσει από το πρωινό κρύο και σε σκέφτομαι να ταξιδεύεις με όλη σου τη γνώση και την έρευνα έχοντας προαποφασίσει τη γραμμή του ταξιδιού σου, με το κρουασάν στο μικρό καφέ, τη δύση του ήλιου στον λόφο αλλά και τις ξαφνικές παρεκτροπές όταν τα σχέδιά σου αλλάζουν για χάρη μιας απροσδόκητης συνάντησης. Εδώ, σε αυτήν την γκρίζα πρωινή πόλη της Ουγγαρίας ήρθα, παρά τη μαθητεία μου δίπλα σου, χωρίς κανέναν σκοπό πέρα από αυτόν που έχω πάντα. Τριγυρίζω ήδη στους δρόμους σαν ένας βιαστικός κάτοικος που ίσως ακόμα και να έχει να πάει στη δουλειά του μπαίνοντας στο τραμ μπλεγμένος με τις τετράγωνες τσάντες των επιβατών, τους καφέδες στο χέρι και τα απορριμματοφόρα.

Τα λουλούδια είναι δεκατρία κόκκινα μικρά τριαντάφυλλα.

Άνια, Sas utca 7, μέρα πρώτη, 13.10.2023

5.10.23

Eίμαι μέσα στη ζωή.

Είμαι η ζωή. 

Είμαι η ώρα 8. Είμαι εγώ που πηγαίνω στο διάολο της εργασίας μου. Είμαι οι πελάτες! Τι θέλετε; Όλα τα θέλουμε! Όλα θα σας τα δώσω καριόληδες. 

Είμαι 12 ώρες παραλογισμού στο τηλέφωνο. Κανείς δεν είναι πιο πολύ στη ζωή από την καρδιά μου που συνεχίζει αυτή τη μαλακία.

Σήμερα είχα δώδεκα γυναίκες. Τις μέτρησα όταν δεν με έβλεπαν για να μπορέσω να γράψω μετά πόσες ακριβώς ήταν. Ήξερα ότι θα γράψω.

Όλες είπαν: χάος. Όλες είπαν: αν ήμασταν εσύ δεν θα τα καταφέρναμε με αυτό το μυαλό που τριγυρίζει.

Σήμερα έγραψα ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα. Οι γυναίκες μου έκλαιγαν. Το έδωσα στην υπεύθυνη για να κλείσει ο φάκελός μου κι έτσι δεν το έχω πια ώστε να το παραθέσω. Έγραφα κάτι σαν: είναι τόσο παράξενο που ήσασταν εδώ για εσάς και για εμένα. Το διάβασα μπροστά τους. Χωρίς στόμφο. Η φωνή μου ήταν δυνατή και μπάσα. Η φωνή μου αγκάλιασε κάτι ψυχές που υποφέρουν και τους είπε: Δεν υποφέρω πια και να που φεύγω!

Ένας τεράστιος κύκλος απόψε με έκλεισε απ' έξω γιατί το ζήτησα. Ένας κυκλικός κοπτικός μηχανισμός λειτούργησε σήμερα στον δεύτερο όροφο της Ρεμπέλου.

Μία γυναίκα μου είπε: η ψυχή σου είναι παλιά.

Η άλλη: είσαι σαν τα πουλιά που κάνουν ό,τι θέλουν αφού βουτάνε στο κενό γνωρίζοντας ότι μπορούν να σταματήσουν αυτή την τρέλα λίγο πριν το τέλος.

Χάος. Όλες έλεγαν: χάος, κι έκλαιγαν.

Επειδή φεύγω.

Έφυγα κι έκανα τις γυναίκες μου να κλάψουν. 

Έγραψα: μπορείτε να είστε ό,τι θέλετε αύριο και, κυρίως, το αντίθετο από αυτό που ήσασταν σήμερα. Έγραψα: εύχομαι κυρίες μου να αφιερώσετε τον εαυτό σας στον εαυτό σας όσο το κάνατε και σε κάποιους άλλους που μας έφεραν εδώ. Έγραψα: ευχομαι να αφομοιώσουμε τους εαυτούς μας και να φύγουμε από 'δω μέσα. Ομόφωνα προαποφάσισαν πως μοιάζω με ηρωίδα λογοτεχνίας ή κινηματογράφου, ό,τι είπε και ο Στέφανος λίγα χρονάκια πριν . Δεν επιτρεπόταν από τους κανόνες της ομάδας ακόμη να απαντήσω κι έτσι μ’ έπιασε ένας πονοκέφαλος. 

Ο πονοκέφαλος οφειλόταν στο ότι δεν κλαίω ποτέ μα κυρίως στη σκέψη πως, ενώ με καταλάβαιναν, η απόσταση της ψυχής μου ήταν τόσο μεγάλη που την κάλυπτε μόνο μια εικόνα! Μια ηρωίδα. Μια ακατανόητη υπόσταση που τρέχει κάπου.

Σιωπηλός θρίαμβος, είπε για εμένα κάποια λίγο μετά. Τι να ξέρει! 

Καθόμουν στην πολυθρόνα μου. Έσιαζα το μαξιλάρι πού και πού. Τα κορίτσια με κοιτούσαν δακρυσμένα.


24.9.23

Στέφανε, 

από τον ακάλυπτο ακούγεται ένα μπουλγκαρί κι ο παίχτης που το παίζει μοιάζει με τον Χαράλαμπο. Τον βλέπω χαμένο πίσω από την κουρτίνα και το δέντρο, στο σκοτάδι του διαμερίσματος που είναι απέναντι από το δικό μου, χωρίς να χάνω χρόνο από τη μουσική που ίδια και τότε, κάθε απόγευμα, χρόνια πριν, στο μικρό μας γραφείο που ‘χαμε για σπίτι έπαιζε για μένα και για εκείνον τραγουδώντας ο Χαράλαμπος. Γύρισα πίσω και πίσω μαζί μου γύρισε το ισοκράτημα που αφομοιώνεται με την ηλεκτρική σκούπα, τη ρώσικη τηλεόραση, το γάβγισμα ενός τρελόσκυλου και τα νερά που τρέχουν σε ένα χώρο όπου ζούμε στενά και Κυριακάτικα όλοι εμείς για τους οποίους έκατσα να σου γράψω. Δεν λείπεις ούτε από ‘δω. Όταν έφυγα να πάρω το πλοίο κι όταν το πλοίο έφυγε παίρνοντας εμένα, χαιρέτισα προς το μαύρο βράδυ της στεριάς κι εσένα μαζί με όλα τα ονόματα που διπλώθηκαν μέσα στους φακέλους γιατί δεν ήξερα πότε θα μπορέσω να σου ξαναγράψω. Μια Κυριακή, σκέφτηκα τότε, μα δεν φαντάστηκα πως μια Κυριακή στη Θεσσαλονίκη το νησί θα αντηχεί τόσο επιδεικτικά κι όμορφα μέσα στους σαπισμένους τοίχους της συνείδησης και της πρασιάς μου. 

Άνια, Κρήτη, 24.09.2023

Στέφανε, 
 
είσαι ο καλύτερός μου φίλος. 
 
Το πόδι σου πάνω σε μια κάθετη βαλίτσα δεν με  βοήθησε να πιστέψω πως θα πήγαινες οπουδήποτε αλλού από 'δω. Κι όμως, είδα κάτι απρόσμενα κανάλια την επομένη και σε πεθύμησα. Με πήρες μαζί σου και στη Βενετία αγνοώντας την ακίνητη συμπεριφορά μου. Και χτες έβαλες όλη την Αμερική να με χαιρετίσει. Έτσι, το όνομά μου ακούστηκε πολλές φορές σε ένα δείπνο, μια αμερικάνικη ωδή στο υποθετικό μου ταξίδι. Ο Νικόλας μου είπε πως θα με συνοδεύσει σε μια λακανική περίπτωση ενός ταξιδιού-πειράματος, ή μάλλον ενός ταξιδιού-ποίησης. Με το χέρι στην πτήση και την καρδιά στα παπούτσια θα συμβεί κάτι ανεπανόρθωτο. Θα αγαπηθούμε όλοι. Στέφανε, είσαι ο καλύτερος φίλος μου. Ποιος έβαλε ποτέ κανέναν να φωνάξει το όνομά μου σαν προσευχή πριν το φαί; Και τι φαί! Είμαι τώρα εκεί. Είμαι τώρα κι εκεί. Είμαι στην Αμερική και διαλέγω κάποιο εμπόρευμα. Είμαι στην Αμερική κι ετοιμάζω σαλάτα λάχανο. Είμαι στο σπίτι σου και προσέχω να κοιμηθείς αυτή τη φορά για να τριγυρίσουμε την επομένη πολύ πέρα από την Queens Drive ! Όταν μου έγραψες "Όλοι σε περιμένουμε", κάτω από τη μαρμελάδα βατόμουρο και πίσω από την Περσίδα φίλη του οικοδεσπότη εμφανίστηκε η μικρή μου ψυχή και κάθισε στο τραπέζι.