Πώς άφησες το σπίτι σου;
Καθώς περνούσαμε τον κάθετο δρόμο και μου έδειχνες μέσα από το ταξί τα δυο παράθυρα με τα λαμπάκια, σε φαντάστηκα να προϋπάρχεις και να ζεις εκεί μέσα, να μεγαλώνεις κάποτε τα παιδιά σου και να πηγαίνεις στο aldi για τα ψώνια της εβδομάδας. Η γυναίκα που σε αγαπούσε, ζει ακόμα εκεί κι ίσως δεν υποφέρει, σκέφτηκα, όπως στρίβαμε και τα παράθυρα έσβηναν μέσα στο δικό μου μικρό τζάμι. Πώς άφησες ένα σπίτι γεμάτο πράγματα, χαλιά, τη γάτα σου και τα ινδικά χοιρίδια που τριγυρίζουν τώρα πάνω στην ξύλινη κατασκευή του κήπου; Τα πράγματα αυτά του μέλλοντος κλείστηκαν μέσα σε μια μέρα του Ιούνη αφού εσύ, καλύτερος από μένα, έγκαιρος και συνεπής, σίγουρος για αυτή την άρση της πραγματικότητας, αρνήθηκες να γυρίσεις πίσω. Μπήκες στο σπίτι σου, μίλησες στη γυναίκα σου για κάτι που ίσως ήξερε από πάντα πως θα συμβεί κι έφυγες χωρίς να έχεις τίποτα. Πώς άφησες το σπίτι σου χωρίς να ξέρεις αν είμαι δική σου -κι ήμουν! ήμουν από την πρώτη στιγμή!- ή αν ποτέ θα με ξαναδείς; Πέρασαν δυο μήνες ώσπου να μπορέσω κι εγώ να βρω τον τρόπο να σταθώ αντάξια κι ήμουν αργή σαν σκουλήκι, αργή σαν θάνατος, μα κατάφερα να έρθω στην Αθήνα και να σε συναντήσω. Έκτοτε, η ζωή με κλεινει μέσα της και με πηγαίνει συνεχώς στο μουσείο. Εκεί όπου στάθηκα κι άλλες φορές μάταια και στοιχισμένη πλάι σε άλλους, τώρα μπορώ να δω τους νεκρούς σκατζόχοιρους και τις καρφωμένες κατσαρίδες να γελάνε και να λάμπουν για μένα. Αφήνοντας την τύχη μου να επικρατήσει και γυρνώντας γύρω από όλα αυτά τα εκθέματα της ζωής μου, καταλήγω στην κεντρική αίθουσα όπου στέκεσαι μονάχα εσύ και με περιμένεις αγάπη μου, αγαπημένε μου όλων, τελευταίε μου ήρωα, με περιμένεις χωρίς σπίτι, χωρίς πράγματα, χωρίς τίποτε πέρα από εμάς που συναντηθήκαμε και σχηματίζουμε, μέσα σε όλο τον χρόνο που έχει περάσει και που σταμάτησε πια, έναν μικρό οικογενειακό τάφο.