14.1.25
έρχεσαι κι έχεις το κεφάλι σου μέσα στους ώμους
μοιάζεις με κοτόπουλο
φέρνεις εξήντα κιλά βιβλία
και ρούχα για τον Μάρτιο
φέρνεις
έναν τεράστιο καθρέφτη που ίσως σπάσει
στους ιμάντες
φέρνεις τα γράμματά μου
και μια αφίσα για τη γιορτή λουλουδιών στη Μονς 
έχω κάνει χώρο στο μπάνιο
στο ράφι της κουζίνας
κι αγόρασα μεταχειρισμένη μια ντουλάπα
στη βιβλιοθήκη άνοιξα ένα μέρος 
δίπλα στα λεξικά
και τα παπούτσια μου τα έβαλα 
το ένα πάνω στο άλλο
γιατί 
θέλω να σε δω να κρέμεσαι από το χερούλι της πόρτας 
θέλω να σε δω μέσα από το δωμάτιο
στο άλλο δωμάτιο να ισιώνεις το σεντόνι
θέλω να σου δώσω το χέρι μου 
και να του φορέσεις ένα πτερύγιο 
θα πεις εδώ είμαι τώρα
μη φοβάσαι έχεις αυτό το μικρό φτερό
και μπορείς να ζήσεις σε διάφορες χώρες
εγώ θα πω 
εντάξει μη φοβάσαι ούτε εσύ εμένα
ύστερα ένα αγόρι θα τρέχει
κι εμείς θα τρέξουμε
και θα είμαστε ένας γέρος
θα είμαστε η παντοτινή ντουλάπα
και το παντοτινό χερούλι
το παντοτινό σεντόνι
και θα πούμε αντίο στη γειτονιά
και στους γνωστούς μου
δεν ήθελα ποτέ να είμαι πουθενά άλλωστε
έτσι θα σου πω καθώς θα φεύγουμε
και θα φεύγουμε
και θα γελάμε
και θα κρατάμε το αγόρι
θα κρατάμε τα δέντρα
αβέβαια κι ωραία
καθώς θα φεύγουμε