27.2.10
Τράβηξα χειρόφρενο έξω απ'το κτίριο. Είχα σταματήσει απότομα πάνω στη διάβαση. Αγνόησα κόρνες και βρισιές και κοίταξα κάθε παράθυρο από ενα λεπτό. Ειδήμονες, άρρωστοις, άσχημοι, άγνωστοι άντρες βρίσκονταν στα δωμάτια σου. Φορούσαν ποδιές και κρατούσαν ενέσεις. Ένας με κοτσίδα μ'ανάγκασε να κάνω όπισθεν μέσα στ' αμάξια. Ύστερα θυμήθηκα πως εσύ ποτέ δε θα 'πιανες τα μαλλιά σου χαμηλά. Έζησα μέρες κάτω από αυτά τα μαλλιά φωνάζοντας ξένα ονόματα και δίνοντας λάθος τους ρόλους. Ο σωσίας σωτήρας που δεν έμαθε ποτέ ποια είμαι πριν με ξεχάσει.
Το δεξί μου πόδι άλλάξε θέση. Εννιά παράθυρα κι εννιά λεπτά μετά, έσπρωξε ασθενικά. Στο τέλος της ευθείας βρήκα τον πατέρα μου να κοιμάται με τα ρούχα στον καναπέ. Τον σκέπασα και ξάπλωσα.
Κοιμήθηκα εκεί.
Να του λείπει λιγότερο η μαμά. Να μη μου λείπει και μένα τίποτα.




2

At 27 Φεβρουαρίου 2010 στις 3:37 μ.μ., Anonymous sixtwelve said........
οκ ανατρίχιασα.
 




At 28 Φεβρουαρίου 2010 στις 2:12 μ.μ., Blogger ολα θα πανε καλα... said........
εγώ στο τέλος της ευθείας πέφτω με νομοτελειακό πλέον τρόπο πάνω σε έναν τοίχο γκρι και σκονισμένο.