Είναι αυτό το μωρό. Με είδε μια φορά που η μάνα του μού χτύπησε το κουδούνι. Προσπαθούσα να βρω το σύρτη κι ένιωθα σκατά. Άνοιξα την πόρτα κι ο σκύλος μου άρχισε να γαβγίζει. Η μάνα φοβήθηκε, το μωρό ατάραχο. Κοιτούσε εμένα, ύστερα το σκυλί. Δε φοβήθηκε καμιά μας. Άκουσε τ'όνομά μου μια φορά μόνο εκείνο το πρωί. Από τότε, κάθε που βγαίνουν από το σπίτι τους, ακούω το μωρό να το λέει. Το προφέρει χωρίς λάθος. Καλούν το ασανσέρ και το μωρό μάλλον θα κοιτάζει κατά 'δω. Η μάνα απανταέι πως έφυγα για να σταματήσει αλλά εγώ είμαι πάντα εδώ και τ'ακούω όλα. Και το μωρό το ξέρει.
Δεν είμαι εντάξει με τα μωρά. Θέλω να πω, δεν ξέρω να κάνω κάτι το ιδιαίτερο. Μόνο καμιά φορά που οι γονείς τους κοιτάν αλλού, τους κάνω το χταπόδι. Άλλα γελάνε, άλλα τρομάζουν, άλλα δε νοιάζονται. Θυμάμαι ένα που έπιανε τα βυζιά μου. Όλη την ώρα τα πιανε δήθεν τυχαία όταν το έπαιρνα αγκαλιά. Δεν το ξαναπήρα. Κι ένα άλλο που μού'λεγε σ'αγαπάου. Δεν ξέρω γιατί. Πιστεύω πως ήταν όλα ψέματα.
Σκέφτομαι αν ξανακούσω εκείνο το μωρό να με φωνάζει εδώ απ'έξω, να βγω να με δει. Να με κοιτάξει σαν να'ξερε πάντα πως είμ'εδώ και τ'ακούω. Γιατί ήξερε. Γιατί είμαι εδώ και υπάρχω, αφού άμα τέτοιος άνθρωπος κοιτάζει στα μάτια σου, μάλλον υπάρχεις στ'αλήθεια.
Δεν είμαι εντάξει με τα μωρά. Θέλω να πω, δεν ξέρω να κάνω κάτι το ιδιαίτερο. Μόνο καμιά φορά που οι γονείς τους κοιτάν αλλού, τους κάνω το χταπόδι. Άλλα γελάνε, άλλα τρομάζουν, άλλα δε νοιάζονται. Θυμάμαι ένα που έπιανε τα βυζιά μου. Όλη την ώρα τα πιανε δήθεν τυχαία όταν το έπαιρνα αγκαλιά. Δεν το ξαναπήρα. Κι ένα άλλο που μού'λεγε σ'αγαπάου. Δεν ξέρω γιατί. Πιστεύω πως ήταν όλα ψέματα.
Σκέφτομαι αν ξανακούσω εκείνο το μωρό να με φωνάζει εδώ απ'έξω, να βγω να με δει. Να με κοιτάξει σαν να'ξερε πάντα πως είμ'εδώ και τ'ακούω. Γιατί ήξερε. Γιατί είμαι εδώ και υπάρχω, αφού άμα τέτοιος άνθρωπος κοιτάζει στα μάτια σου, μάλλον υπάρχεις στ'αλήθεια.
(είναι και μερικά σημεία που μου ήρθε να σε πειράξω αλλά με γάμησε η τελευταία παράγραφος)