23.1.10
Ανακάτευε το τσάι της στο ρυθμό των κόρνων. Είχε φτιάξει μια αδύναμη ρουφήχτρα που δε θα μπορούσε ποτέ να ρουφήξει ούτε το κουτάλι της. Όλα της τα μαχαιροπίρουνα ήταν φούξ. Δεν της άρεσε το χρώμα, μα τα κρατούσε γιατί της τα είχε χαρίσει ένας πλασιέ. Δεν είχε αγοράσει τίποτα αλλά τον είχε αφήσει να μπει στο σπίτι και να της δείξει ένα ένα καθε κατσαρολικό. Εκείνος είχε προφανώς εκτιμήσει το ψεύτικο ενδιαφέρον της και θέλοντας να παρέμβει στην αισθητή της θλίψη, τής έδωσε ό,τι πιο ροζ είχε. Κάθε αντικείμενο στο σπίτι της είχε μια ιστορία. Τις περισσότερες τις είχε ξεχάσει αλλά θυμόταν μια σύντομη της κούπας, του αποξηραμένου τριαντάφυλλου και μιας κολόνιας. Μια άλλη πιο εκτενή ενός καλειδοσκόπιου και μιας κουνουπιέρας.
Το τσάι τελείωσε κάπως νωρίς. Είχε πιει η ίδια τη ρουφήχτρα της βλέποντάς την θυμωμένη να μην παρασύρει τίποτε. Το νερό δεν ήταν το στοιχείο της. Δεν το χειριζότανποτέ σωστά. Της χυνόταν στο πηγούνι σε κάθε της σπάνια γουλιά, το σπαταλούσε όταν προτιμούσε τη σωματική της ακεραιότητα απ'το να φωνάξει τον υδραυλικό να σφίξει τη βρύση και πιθανότατα την ίδια. Έκανε μπάνιο μόνο όταν ήταν να βγει απ'το σπίτι και το μοναδικό νερό που έπινε με κάποια ευκολία ήταν του τσαγιού. Μόνο μία φορά το είχε χαρεί πριν χρόνια. Είχε αποφασίσει εκείνος πως θα γέμιζαν την μπανιέρα με νερό και θα έμεναν εκεί μέχρι να κρυώσει. Μετά από ώρα κι αφού είχε αφήσει νερά και πόδια να την περικυκλώσουν, έβγαλε κύμα. Η παλίρροια χτυπούσε, τη γύριζε ανάποδα και την έπνιγε. Τα δυνατά του χέρια την είχαν κάνει να πιστέψει πως βρίσκεται στ'ανοιχτά. Ύστερα νηνεμία. Είχε βγει απ'το νερό για πρώτη φορά ελαφριά. Πιο ελαφριά απ'ότι θα ένιωθε στην άνωση της πιο αλμυρής θάλασσας. Την επομένη είχε ξεκινήσει και πάλι η αφυδάτωση.
Τα κόρνα δυνάμωναν. Κρατούσε το κουτάλι και το χτυπούσε στην κούπα της, συμμετέχοντας στην ορχήστρα. Ύστερα έγλειψε το φουξ και το έκανε δοξάρι στο διάφανο βιολί. Σηκώθηκε κι όταν δυσκόλεψε το έργο των μουσικών, το'κανε μπαγκέτα στο δεξί της χέρι. Με κλειστά τα μάτια εκτέλεσε το τελευταίο νεύμα. Γύρισε με μία γρήγορη στροφή προς το κοινό και υποκλίθηκε με όλα τα τρομπόνια και τα κύμβαλα πίσω. Πέταξε το κουτάλι στο πάτωμα, έδωσε μιά στην κούπα, την έκανε κομμάτια κι η αυλαία έπεσε μπροστά της.
21.1.10
Την ώρα του συνοικεσίου δύο τριαντάρηδων στο άδειο πατάρι ενός αλχημείου, άκουσα απ'τα χείλη του πιο παρείσακτου πορνόγερου, του πιο ανεπιθύμητου συμπότη κάτι σοφό. Κοιτούσε μέσα απ'το κεφάλι μου και συλλάβιζε. Διαβάζει σκέψεις, σκέφτηκα. Μα είναι χαζός. Ή τουλάχιστον έτσι τον νόμιζα για χρόνια. Τη στιγμή που ο πρώην χαζός έβαλε τελεία, οι μελλοντικοί εραστές γύρισαν και κοίταξαν το μυαλό μου. Το είδαν κι αυτοί. Το διάβασαν καθαρά και ταυτόχρονα πάνω απ'τα φρύδια μου. Η επίδοξη φωτογράφος απέναντί μου είχε βγάλει ήδη φωτογραφίες και τώρα περνούσε την ακριβή μηχανή της στο λαιμό μου. Πάτησε ένα απ' τα εκατό κουμπιά. Ήμουν εγώ. Το βλεμμα μου σκεπτικό μα το μέτωπό μου άδειο από λέξεις. Στη γυψοσανίδα πίσω απ'το κεφάλι μου με καλλιγραφικά μπορντώ γράμματα ό,τι είχε απλά αναπαράγει ο νυν και αεί χαζός.

και τι δεν κάνατε για να με θάψετε

όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος

ν.χ.

19.1.10
Καθάριζα την άμμο απ'την πατούσα σου με προσοχή, μην τυχόν μπούνε τ' αγκάθια βαθύτερα. Η παραλία μας ήταν απάτητη αλλά η θάλασσα γεμάτη αχινούς. Με παρακάλαγες πονεμένος να κάνω κάτι λες κι ήσουν εσύ ξαφνικά ο φοβισμένος ανιάρης κι εγώ ο ατρόμητος άντρας σου. Δε στα'βγαλα ποτέ αυτά όπως κι όλα, μα σε κουβάλησα σχεδόν στην πλάτη ως τη μάνα σου. Σου εξήγησα μετά, πως όσοι αγαπάνε τόσο πολύ τη θάλασσα, αυτά παθαίνουν. Εμένα, είπα, δε με τσίμπησε ποτέ τσούχτρα, δε με δάγκωσε ούτε ένα καβούρι . Τότε, χαϊδεύοντας ένα-ένα τα πλευρά μου, είπες: "Κάπου εδώ είναι και τα δικά σου βράγχια. Το ξέρω. Νομίζω πως αύριο θα τα δω ν'ανοίγουν κάτω απ'το νερό". Δε σου χάλασα χατίρι. Μπήκα στη θάλασσά σου ξανά και ξανά μα δε δέχτηκες ποτέ πως είμαι της στεριάς. Ξαπλώνω στα χορτάρια, κατρακυλάω στα βουνά μα εσύ επιμένεις να βυθίζεσαι για να με βρεις. Ο αέρας σου λιγοστεύει. Πάρε ανάσα και μην ξαναβουτήξεις για μένα.

14.1.10
Το ένιωσα όταν ήρθε η ώρα. Ήταν μια κακή μέρα με πολύ φως. Η μουσική του ραδιοφώνου δεν ταίριαζε. Στέγνωνα τα πλεγμένα μου μαλλιά με το σκύλο να κάθεται στα γόνατά μου και την τηλεόραση χωρίς ήχο. Μόλις είχα κλείσει το τηλέφωνο και κοίταζα στον καθρέφτη ψάχνοντας για ίχνη οποιουδήποτε ασθήματος στο πρόσωπό μου. Τίποτα. Πήρα το ψαλίδι, έκοψα τις βασανιστικές μου πλεξούδες και βγήκα στην αυλή. Δε φυσούσε μα ένιωσα τις λίγες τούφες μου να ανεμίζουν.