19.1.10
Καθάριζα την άμμο απ'την πατούσα σου με προσοχή, μην τυχόν μπούνε τ' αγκάθια βαθύτερα. Η παραλία μας ήταν απάτητη αλλά η θάλασσα γεμάτη αχινούς. Με παρακάλαγες πονεμένος να κάνω κάτι λες κι ήσουν εσύ ξαφνικά ο φοβισμένος ανιάρης κι εγώ ο ατρόμητος άντρας σου. Δε στα'βγαλα ποτέ αυτά όπως κι όλα, μα σε κουβάλησα σχεδόν στην πλάτη ως τη μάνα σου. Σου εξήγησα μετά, πως όσοι αγαπάνε τόσο πολύ τη θάλασσα, αυτά παθαίνουν. Εμένα, είπα, δε με τσίμπησε ποτέ τσούχτρα, δε με δάγκωσε ούτε ένα καβούρι . Τότε, χαϊδεύοντας ένα-ένα τα πλευρά μου, είπες: "Κάπου εδώ είναι και τα δικά σου βράγχια. Το ξέρω. Νομίζω πως αύριο θα τα δω ν'ανοίγουν κάτω απ'το νερό". Δε σου χάλασα χατίρι. Μπήκα στη θάλασσά σου ξανά και ξανά μα δε δέχτηκες ποτέ πως είμαι της στεριάς. Ξαπλώνω στα χορτάρια, κατρακυλάω στα βουνά μα εσύ επιμένεις να βυθίζεσαι για να με βρεις. Ο αέρας σου λιγοστεύει. Πάρε ανάσα και μην ξαναβουτήξεις για μένα.





2

At 19 Ιανουαρίου 2010 στις 8:46 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος said........
Σε ψάχνει, εκεί που θέλει να βρεθείς…
 




At 22 Ιανουαρίου 2010 στις 12:12 μ.μ., Blogger aniaris said........
"...έτσι που όσο κι αν θέλουμε ποτές δε θα ιδωθούμε."