Ανακάτευε το τσάι της στο ρυθμό των κόρνων. Είχε φτιάξει μια αδύναμη ρουφήχτρα που δε θα μπορούσε ποτέ να ρουφήξει ούτε το κουτάλι της. Όλα της τα μαχαιροπίρουνα ήταν φούξ. Δεν της άρεσε το χρώμα, μα τα κρατούσε γιατί της τα είχε χαρίσει ένας πλασιέ. Δεν είχε αγοράσει τίποτα αλλά τον είχε αφήσει να μπει στο σπίτι και να της δείξει ένα ένα καθε κατσαρολικό. Εκείνος είχε προφανώς εκτιμήσει το ψεύτικο ενδιαφέρον της και θέλοντας να παρέμβει στην αισθητή της θλίψη, τής έδωσε ό,τι πιο ροζ είχε. Κάθε αντικείμενο στο σπίτι της είχε μια ιστορία. Τις περισσότερες τις είχε ξεχάσει αλλά θυμόταν μια σύντομη της κούπας, του αποξηραμένου τριαντάφυλλου και μιας κολόνιας. Μια άλλη πιο εκτενή ενός καλειδοσκόπιου και μιας κουνουπιέρας.
Το τσάι τελείωσε κάπως νωρίς. Είχε πιει η ίδια τη ρουφήχτρα της βλέποντάς την θυμωμένη να μην παρασύρει τίποτε. Το νερό δεν ήταν το στοιχείο της. Δεν το χειριζότανποτέ σωστά. Της χυνόταν στο πηγούνι σε κάθε της σπάνια γουλιά, το σπαταλούσε όταν προτιμούσε τη σωματική της ακεραιότητα απ'το να φωνάξει τον υδραυλικό να σφίξει τη βρύση και πιθανότατα την ίδια. Έκανε μπάνιο μόνο όταν ήταν να βγει απ'το σπίτι και το μοναδικό νερό που έπινε με κάποια ευκολία ήταν του τσαγιού. Μόνο μία φορά το είχε χαρεί πριν χρόνια. Είχε αποφασίσει εκείνος πως θα γέμιζαν την μπανιέρα με νερό και θα έμεναν εκεί μέχρι να κρυώσει. Μετά από ώρα κι αφού είχε αφήσει νερά και πόδια να την περικυκλώσουν, έβγαλε κύμα. Η παλίρροια χτυπούσε, τη γύριζε ανάποδα και την έπνιγε. Τα δυνατά του χέρια την είχαν κάνει να πιστέψει πως βρίσκεται στ'ανοιχτά. Ύστερα νηνεμία. Είχε βγει απ'το νερό για πρώτη φορά ελαφριά. Πιο ελαφριά απ'ότι θα ένιωθε στην άνωση της πιο αλμυρής θάλασσας. Την επομένη είχε ξεκινήσει και πάλι η αφυδάτωση.
Τα κόρνα δυνάμωναν. Κρατούσε το κουτάλι και το χτυπούσε στην κούπα της, συμμετέχοντας στην ορχήστρα. Ύστερα έγλειψε το φουξ και το έκανε δοξάρι στο διάφανο βιολί. Σηκώθηκε κι όταν δυσκόλεψε το έργο των μουσικών, το'κανε μπαγκέτα στο δεξί της χέρι. Με κλειστά τα μάτια εκτέλεσε το τελευταίο νεύμα. Γύρισε με μία γρήγορη στροφή προς το κοινό και υποκλίθηκε με όλα τα τρομπόνια και τα κύμβαλα πίσω. Πέταξε το κουτάλι στο πάτωμα, έδωσε μιά στην κούπα, την έκανε κομμάτια κι η αυλαία έπεσε μπροστά της.
Το τσάι τελείωσε κάπως νωρίς. Είχε πιει η ίδια τη ρουφήχτρα της βλέποντάς την θυμωμένη να μην παρασύρει τίποτε. Το νερό δεν ήταν το στοιχείο της. Δεν το χειριζότανποτέ σωστά. Της χυνόταν στο πηγούνι σε κάθε της σπάνια γουλιά, το σπαταλούσε όταν προτιμούσε τη σωματική της ακεραιότητα απ'το να φωνάξει τον υδραυλικό να σφίξει τη βρύση και πιθανότατα την ίδια. Έκανε μπάνιο μόνο όταν ήταν να βγει απ'το σπίτι και το μοναδικό νερό που έπινε με κάποια ευκολία ήταν του τσαγιού. Μόνο μία φορά το είχε χαρεί πριν χρόνια. Είχε αποφασίσει εκείνος πως θα γέμιζαν την μπανιέρα με νερό και θα έμεναν εκεί μέχρι να κρυώσει. Μετά από ώρα κι αφού είχε αφήσει νερά και πόδια να την περικυκλώσουν, έβγαλε κύμα. Η παλίρροια χτυπούσε, τη γύριζε ανάποδα και την έπνιγε. Τα δυνατά του χέρια την είχαν κάνει να πιστέψει πως βρίσκεται στ'ανοιχτά. Ύστερα νηνεμία. Είχε βγει απ'το νερό για πρώτη φορά ελαφριά. Πιο ελαφριά απ'ότι θα ένιωθε στην άνωση της πιο αλμυρής θάλασσας. Την επομένη είχε ξεκινήσει και πάλι η αφυδάτωση.
Τα κόρνα δυνάμωναν. Κρατούσε το κουτάλι και το χτυπούσε στην κούπα της, συμμετέχοντας στην ορχήστρα. Ύστερα έγλειψε το φουξ και το έκανε δοξάρι στο διάφανο βιολί. Σηκώθηκε κι όταν δυσκόλεψε το έργο των μουσικών, το'κανε μπαγκέτα στο δεξί της χέρι. Με κλειστά τα μάτια εκτέλεσε το τελευταίο νεύμα. Γύρισε με μία γρήγορη στροφή προς το κοινό και υποκλίθηκε με όλα τα τρομπόνια και τα κύμβαλα πίσω. Πέταξε το κουτάλι στο πάτωμα, έδωσε μιά στην κούπα, την έκανε κομμάτια κι η αυλαία έπεσε μπροστά της.
Πολύ όμορφο.