26.3.10
Άνθρωποι απ'όλες τις χώρες του κόσμου ζουν εδώ. Δε μ'αφήνουν να σκεφτώ κι αυτό είναι το δώρο που μου κάνουν καθημερινά. Κοιμομαστε ο ένας πάνω στον άλλον και τρώμε σ'ένα τραπέζι που δε θα χωρούσε ούτε τους μισούς. Ο όμοροφς Αργεντίνος μου φιλάει τα χέρια για να δεχτώ να με χορέψει πριν και μετά τον βραδινό ύπνο. Μόλις βάλω τις πιζάμες μου, ακούω τη μουσική. Έρχεται πίσω μου, με γυρίζει αργά και με οδηγεί μέχρι να νυστάξω. Με βάζει για ύπνο και μου υπόσχεται πως όταν ξυπνήσω θα'ναι εκεί. Ο Κουβανός με το υπέροχο κορμί έχει αποφασίσει πως μπροστά απ ' τ'όνομά μου υπάρχει ένα μεγάλο κάπα. Κάνια, το πιο γλυκό ζαχαροκάλαμο του κόσμου, λέει. Χορεύει ρούμπα στο μπαλκόνι μόνος και θυμωμένος αφού αρνούμαι ν'ακολουθήσω τις νευρικές του κινήσεις. Κουβαλάει πάντα μια πετσέτα στον ώμο για να σκουπίζει τον ιδρώτα του. Όταν περνάω από δίπλα του, την πιάνει και με μιά απότομη κίνηση χτυπαέι τον αέρα μπροστά μου. Τρομαγμένη καλύπτω τα μπούτια μου κι εκείνος μου ανακοινώνει χαρούμενος πως μόλις χόρεψα μαζί του. Ο Γερμανός κάθεται στη γωνία και μας κοιτάζει. Μόλις καταλαβαίνει ότι δεν του δίνουμε σημασία, πηγαίνει κι ανάβει όλα τα φώτα του σπιτιού. Κλείνω τα μάτιαμου ν'αντέξω όλο αυτό το ξαφνικό φως. Τον ρωτάω γιατί το κάνει κάθε φορά και λέει πως δε θέλει τα μάτια μου να'ναι τόσο μεγάλα. Μετανιωμένος κάθε φορά τα σβήνει από μόνος του. Κάθεται πάλι στην πολυθρόνα και συνεχίζει να σχεδιάζει το σπίτι που θέλει να του χτίσω. Ο κοντός Άγγλος μάς μαγειρεύει κάθε μέρα διαφορετικά φαγητά κι όλο βάζει τα πεταμένα παπούτσια μου στη θέση τους. Πλένει τα σεντόνια μας και σφουγγαρίζει τα μαύρα μάρμαρα όταν εμείς κοιμόμαστε. Τα πρωινά βγαίνει να αγοράσει ντομάτες κι όλη μέρα τις βράζει και τις βάζει σε βάζα. Λέει θα τα πάρει μαζί του όταν φύγει μα νομίζω πως δε θα φύγει ποτέ. Ούτε αυτός ούτε κανείς. Δεν έχω έρωτα ή αγάπη για κανέναν. Δε συζητάμε αυτά που συζητάν οι φίλοι μα μοιραζόμαστε τα πάντα. Και τη γύμνια μας ακόμη, μα κανείς δεν ποθεί κανέναν. Η ευτυχία μας δεν είναι ανάμεσα στα πόδια ή μέσα στο μυαλό. 'Ισως μια μέρα βαρεθούμε, ή χαθούμε μα τίποτα δε θα μου λείψει.  Όλα αυτά είμαι τώρα εγώ.
17.3.10
Ζητούσαν οι επιστήμονες να μας βάλουν στα μουσεία, τότε. Να περνάν οι άνθρωποι και να θαυμάζουν τον πιο σπάνιο εν ζωή έρωτα. Γιατί τέτοιο είδος υπήρξαμε. Μοναδικό κι εξαίσιο. Ανήλικοι παντρευτήκαμε, κλεφτήκαμε σχεδόν, μπροστά σ'ένα μικρό εικόνισμα φορώντας από τρία στέφανα ο καθένας. Για να δεθούμε για πάντα στα σίγουρα, είχες δικαιολογηθεί όταν σε ρώτησα γιατί έκλεψες τόσα πολλά. Βέρα αληθινή δεν είχες να μου περάσεις μα έδωσες το λόγο σου πως δε θα μ'άφηνες ποτέ. Δε χρειάστηκε άλλο απ'αυτό να πεις ή να δηλώσεις. Δε μαλώσαμε ούτε μισή φορά κι ας ήμασταν αγριάνθρωποι στο ίδιο κλουβί. Δε θυμάμαι ποτέ να φώναξες. Η μνήμη μου είναι αδύναμη, μα αυτό το ξέρω καλά. Η φωνή σου γινόταν δυνατή μόνο όταν τελείωνες. Οι έρωτές μου πριν από 'σένα ήταν μουγκοί και μονότονοι. Κι όταν έπεσες σ'αυτήν την έκσταση πρώτη φορά, γούρλωσα τα μάτια μου και κάλυψα φοβισμένη το πρόσωπό μου. Νόμιζα πως κάτι έπαθες ή ότι θα με χτυπήσεις. Μα εσύ απλά μου'δειχνες ποιος είσαι και τι μπορείς να γίνεις. Στην αρχή μιμήθηκα τους ήχους σου κι έπειτα άρχισα να έχω τις δικές μου φωνές. Μόνο όταν τελειώναμε ταυτόχρονα θα'λεγε κανείς απ'τους ωτακουστές πως μαλώναμε. Είχαμε κολλημένα τα μηνίγγια μας και μόλις ερχόταν η ώρα να μας βγουν τα σωθικά, τσιρίζαμε σαν να πονούσαμε, να μισιόματσαν ή να λατρευόμασταν μέχρι μίσους. Οι χορδές των λαιμών μας κόβονταν απότομα λίγο πριν λυθούμε και χωριστούμε στα δυό. Ξαποσταίναμε σε περίεργες στάσεις με κορμιά που 'δειχναν σπασμένα. Δε νιώθαμε τίποτα. Μόνο μια αιώρηση και την ανάγκη να'μαστε κοντά από φόβο μη βγει η ψυχή μας από τις τρύπες του παντζουριού. Δε μάθαμε ποτέ πώς ονομάζεται το μεγαλείο αυτό. Εμένα μ'άρεσε να το αποκαλώ "δενξέρο" κι εσύ το' λεγες "μαποσγίνετε". Χαζεύαμε νάρκισσοι κι οι δυό τα μπλεγμένα μας σώματα στον καθρέφτη. Πιστέψαμε πως δεν υπάρχει τίποτα πιο ιδανικό, τίποτα πιο άρτια πλασμένο, τίποτα πάνω από αυτό. Τέτοια ύβρη διαπράξαμε και τώρα η νέμεση είν' εδώ.
Μπήκε ακόμα μια άνοιξη που δε φαίνεται κάτι να θέλει να ανοίξει. Εσύ ίσως ήδη προσπαθείς να δραπετεύσεις τις νύχτες από τη βαριά σου κουβέρτα. Θυμάμαι όταν μ'είχες πρωτοβάλει από κάτω της, δεν μπορούσα να αναπνεύσω όλο το βράδυ. Κράτησε μέρες πολλές κι έτσι κατάλαβα πως δεν ήταν από τα κιλά των σκεπασμάτων, ούτε από τα δικά σου και σίγουρα όχι απ'το ελαφρύ κλίμα της κάτω πόλης. Η ανάσα μου δεν έβγαινε ούτε έμπαινε από την ώρα που σφηνωθήκαμε ο ένας μέσα στον άλλο σ'εκείνη τη φωτογραφία. Είχαμε στήσει τη μηχανή εκεί που αργότερα θα στηριζόταν μια από της ηλιόλουστες εικόνες μου, δημιουργία δική σου. Δε θυμάμαι ποιος πάτησε το κουμπί, ποιος έτρεξε πριν ακουστεί το κλείστρο. Θυμάμαι πως δεν υπήρξες ποτέ πιο όμορφος μετά, ούτε πριν, ούτε ποτέ. Ήρεμη σ'άφηνα να με κοιτάς με το πηγούνι σου στην κοιλιά μου σαν μολις να σ'είχα γεννήσει. Αδιαφορούσες για το τι υπάρχει ή τι θα υπάρξει γύρω σου. Ύστερα δεν ξέρω τι έγινε. Μπορεί να σηκωθήκαμε, να φιληθήκαμε, να μείναμε εκεί λίγο ακόμα ίσως ή να πήγαμε να δούμε αν έγινε επιτέλους το εντυπωσιακό σου σουφλέ. Δε με νοιάζει τι έγινε μετά. Φυλακιστήκαμε εκεί, σ'σεκείνο το φιλμ που θα υπάρχει πάντα αν δεν το κάψουν από ζήλια οι άντρες μου κι οι δικές σου οι γυναίκες. Τα δώρα μου σε'σένα όλα ήταν εκτυπώσεις σε χαρτιά, εκτός από το πρώτο. Είχα κατέβει από'κείνο το αφόρητο τρένο με μια βαλίτσα τεράστια για να χωρέσει μέσα όλες τις πιθανές λέξεις του κόσμου που ύστερα γράψαμε στο καινούριο σου ταμπλό. Τι πιο συμβολικό της επιθυμίας μου να σε βλέπω πάντα μάταια να προσπαθείς να με κερδίσεις. Τα δικά σου δώρα ήταν πολλά και ξαφνικά. Πήγαινες για τσιγάρα και γυρνούσες με ό,τι νόμιζα πως μου έλειπε. Τα ανέφερα σε ανύποπτες στιγμές ή ακόμα και στον ύπνο μου κι εσύ τα θυμόσουν όλα και μου τα'φερνες. Δε μου τα'δωσες ποτέ στο χέρι. Μ'έκανες να νομίζω πως πλημμύρισε το σπίτι ή πως κάηκε το φαγητό ή ότι κάποιος είναι στην πόρτα. Κι εγώ έτρεχα αγχωμένη για να δω άλλη μια ιδέα σου να τυλίγει τις δικές μου ελλείψεις. Σ'εκείνο το θαμμένο σπίτι, είδα τους εγωισμούς μας να σαπίζουν και να πέφτουν μαζί στο χώμα κι ύστερα τον δικό μου να ξαναφυτρώνει και να γίνεται δέντρο ολόκληρο από την αρχή να μην μπορείς να σκαρφαλώσεις. Μα όποιος κι αν με ρωτήσει θα του πω πως δεν κάναμε ούτ'ένα λάθος. Γιατί ό,τι συνέβη στον καιρό μας, έγινε χωρίς σκοπό και γνώση. Η σημαία μας ανέμιζε πάνω απ'τα κεκτημένα κι ακόμα δέρνεται ξεφτισμένη στις πιο βαριές σου άπνοιες. Στην υγειά μας πίνονται όλα τα λιμοντσέλα του κόσμου κι ας μην είναι η γεύση τους όπως άλλοτε. Νόμιζα πάντα πως απ' αυτό το γεμάτο κεφάλι που κουβαλούσες πέρα δώθε θα'βγαινε μια μέρα λάβα κίτρινη και μυρωδάτη. Το'βλεπα και στον ύπνο μου πως ξεχυνόταν και μεθούσε έναν έναν τους ανθρώπους. Ίσως να εξατμίστηκε τώρα. Ίσως να περιμένει την ώρα της κι εγώ πάλι να βιάζομαι. Μην την αφήσεις μόνο να βαρύνει αυτό το υπέροχο μυαλό που νιώθω να'ρχεται σε'μενα. Σαν δίδυμοι είμαστε, σαν σιαμαίοι που αποκολλήθηκαν βάναυσα. Μα ξέρω πως ακόμα κι αν δεν κουνηθούμε, θα'ρθει η γη ανάποδα με χίλιους σεισμούς να ενώσει ό,τι εκείνη ξεχώρισε. Κι είμαστε εμείς οι πρώτοι στη σειρά. Εκ γενετής δούλοι στην ίδια ψυχή. Τη μία. Τη δικιά μας.