8.6.25

Σ ψάρι,

Μόλις έξυσες το αυτί σου κι εγώ άρχισα να γράφω. Έχουν τα ψάρια αυτιά; Κάθεσαι στο πάτωμα πάνω από δέκα μέτρα μακριά μου και μου θυμίζεις τα τροπικά μου ψαράκια –ένα σωρό είδη, διάφανα, πορτοκαλί, μακρουλά, νευρικά η πάντα αδιάθετα– όταν πετάχτηκαν έξω από το ενυδρείο και κολύμπησαν σ’ όλη μου την κουζίνα σπαρταρώντας ποτέ πότε καθώς έψαχναν τη γωνία όπου είχε μαζευτεί το νερό, ανάμεσα στα πόδια μου και στα σπασμένα γυαλιά, και που τελικά τη βρήκαν κι έμοιαζαν όλα τους εκεί μαζεμένα, σε μια μικρή λακούβα, πιο ελεύθερα απ´ ό,τι στα πενήντα λίτρα με το κατάλληλο νερό και το κάστρο, τα νούφαρα που αναδεύονταν πάνω από τις φυσαλίδες του μηχανισμού και τα σαλιγκάρια που καθάριζαν τα τζάμια. 

Έτσι τώρα κι εσύ ξάπλωσες και στριφογυρνάς προσπαθώντας σαν κι εμένα να βρεις κάτι άξιο να πεις κάτω από ένα φως μπλε θεοσκότεινο, ανάμεσα σε δεκάδες που γράφουν πάνω σε τραπέζια και στο πάτωμα ή όπως εγώ άβολα σε ένα παγκάκι, έχοντας όλοι στα χέρια μας χαρτιά και στιλό, μπουκαλάκια με νερό και την ελπίδα να γραφτεί κάτι που δεν θα ’ναι πολύ ανόητο. 

Ψαράκι μου, τα ψάρια μου μια βδομάδα μετά την έξοδό τους μέσα από μια τρύπα που εγώ άνοιξα στο ενυδρείο, όταν μια κούπα έπεσε απ´ τα χέρια μου και προσγειώθηκε πάνω στο τζάμι, πέθαναν όλα ένα-ένα. Έφταιξα κι έκλαψα, καθώς τα μάζευα από το πάτωμα και τα ´βαζα σε μια λεκάνη, γι’ αυτό που ήξερα ότι θα τα ´βρισκε σύντομα τόσο όμορφα και ευαίσθητα που ήτανε στην αλλαγή θερμοκρασίας, στην αλλαγή περιβάλλοντος και σε όποια τέλος πάντων μικρή μου απερισκεψία, όπως αυτή που τα οδήγησε στο θάνατο. 

Ψάρι μου, κάτι γράφεις βλέπω, κι ελπίζω εγωιστικά να γράφεις κι εσύ σε μένα. Σ’ αγαπώ περισσότερο από όλα μαζί τα ψάρια και τα ζώα εν γένει, τους ανθρώπους και την υφήλιο.


Δική σου, 

Κατσαρίδα

1.6.25

Ψάρι ψάρι 

Ψάρι μου 

Η ζωή μου είναι τυλιγμένη γύρω σου ακριβώς όπως εγώ που αν δεν είχα αξιοπρέπεια θα ήμουν κρεμασμένη γύρω απ´ τον λαιμό σου και θα σερνόμουν στο πεζοδρόμιο όπως το καρό σου μακρύ κασκόλ. Σ´ αγαπώ τόσο καινούργια κι όμως πανομοιότυπα με ό,τι έχω αγαπήσει συνολικά στη ζωή, ανθρώπους, πραγματάκια, σκαντζόχοιρους μ´ εκείνο το ανεπανάληπτο γλυκό πρόσωπο και σπίτια - ω σπίτια μου αρχαία που αγαπηθήκατε παράφορα από την ενοικιάστρια που ξέρει ν´ αγαπά την πιο ντροπιαστική σας χάρβαλη γωνιά! 

Ψαράκι μου, όταν σε πρωτοείδα στο πάρκο της Σάντα Τζοάνα φοβήθηκα μήπως η δίψα μου για ζωή σε σχημάτισε έτσι όπως εκείνη φαντάστηκε και δεν ήλπισα ποτέ έναν χρόνο μετά να με θυμάσαι, πόσο μάλλον να ζούμε μαζί στο σπίτι μας και να έχουμε μια μικρούλα οικογένεια που θέλει να μεγαλώνει. 

Πώς άραγε μπορώ και προφέρω τέτοια πράγματα ύστερα από τόσο χαμό! Είμαι άνθρωπος! Είμαι άνθρωπος και θέλω να ζήσω πλάι στα χέρια σου και τα πόδια σου και τα ρούχα σου που με αγαπάνε ανοιχτά και ακέραια και τόσο απόλυτα που φέρνουν τον κόσμο ανάποδα για να ´ναι πλάι στα δικά μου. 

Ο κόσμος ανάποδος μοιάζει επιτέλους κατανοητός! 

Σ´ αγαπώ σαν να πέθανε οτιδήποτε κακό και να ´μεινες εσύ, τόσο όμορφος, τόσο ικανός, να κυβερνάς έναν κόσμο που αποτελείται πια από μια και μοναδική κατσαριδούλα.

Δική σου για πάντα, 

Κατσαρίδα


30.5.25

Σίγμα ψάρι, 

βρήκα ήδη τρία από τα σημειώματα που σκόρπισες στο σπίτι μας και φοβάμαι μη βρω και τα υπόλοιπα πολύ πριν γυρίσεις. Τραγούδησα ό,τι μου ήρθε όταν διάβασα στο χαρτάκι που βρήκα στο μπάνιο “now sing”, αμφισβήτησα εκείνο που έγραφε ”so talented” και φίλησα αυτό πάνω στο κρεβάτι που έλεγε “I will always be around”. Δεν είναι παράξενο να είμαι μόνη, το σκυλάκι μας κάθεται πλάι μου κι εγώ αφήνω τα ρούχα μου όπως πάντα στην καρέκλα. Καμιά φορά μου περνάει απ´ το μυαλό ότι μπορεί να σε φαντάστηκα τέσσερις μήνες τώρα να τριγυρνάς εδώ μέσα κι αμέσως τότε ανοίγω την ντουλάπα σου και την κοιτάζω. Αποκλείεται να μπορώ με τέτοια λεπτομέρεια να δημιουργήσω μέσα στο κεφάλι μου τόσα ζευγάρια κάλτσες, λέω, και χρώματα και υφές κοτλέ πουκάμισων, παντελόνια ορειβασίας και φανελάκια με την αρκούδα του εθνικού πάρκου του Yosemite. 

Σε περιμένω ήσυχα,

Κατσαρίδα

25.5.25

Δεν έχω τίποτα να πω να πω να πω τίποτα να να πω δεν τίποτα να πω έχω να πω να πω να τίποτα οδηγώ να πω δεν τίποτα να έχω να πω και δεν έχω τίποτα να πω να τίποτα να έχω να κανέναν δεν έχω τίποτα να έχω κήπο δεν έχω να πω τίποτα τίποτα τίποτα στο αυτοκίνητο τίποτα να πω

16.1.25

Πώς άφησες το σπίτι σου; 

Καθώς περνούσαμε τον κάθετο δρόμο και μου έδειχνες μέσα από το ταξί τα δυο παράθυρα με τα λαμπάκια, σε φαντάστηκα να προϋπάρχεις και να ζεις εκεί μέσα, να μεγαλώνεις κάποτε τα παιδιά σου και να πηγαίνεις στο aldi για τα ψώνια της εβδομάδας. Η γυναίκα που σε αγαπούσε, ζει ακόμα εκεί κι ίσως δεν υποφέρει, σκέφτηκα, όπως στρίβαμε και τα παράθυρα έσβηναν μέσα στο δικό μου μικρό τζάμι. Πώς άφησες ένα σπίτι γεμάτο πράγματα, χαλιά, τη γάτα σου και τα ινδικά χοιρίδια που τριγυρίζουν τώρα πάνω στην ξύλινη κατασκευή του κήπου; Τα πράγματα αυτά του μέλλοντος κλείστηκαν μέσα σε μια μέρα του Ιούνη αφού εσύ, καλύτερος από μένα, έγκαιρος και συνεπής, σίγουρος για αυτή την άρση της πραγματικότητας, αρνήθηκες να γυρίσεις πίσω. Μπήκες στο σπίτι σου, μίλησες στη γυναίκα σου για κάτι που ίσως ήξερε από πάντα πως θα συμβεί κι έφυγες χωρίς να έχεις τίποτα. Πώς άφησες το σπίτι σου χωρίς να ξέρεις αν είμαι δική σου -κι ήμουν! ήμουν από την πρώτη στιγμή!- ή αν ποτέ θα με ξαναδείς; Πέρασαν δυο μήνες ώσπου να μπορέσω κι εγώ να βρω τον τρόπο να σταθώ αντάξια κι ήμουν αργή σαν σκουλήκι, αργή σαν  θάνατος, μα κατάφερα να έρθω στην Αθήνα και να σε συναντήσω. Έκτοτε, η ζωή με κλεινει μέσα της και με πηγαίνει συνεχώς στο μουσείο. Εκεί όπου στάθηκα κι άλλες φορές μάταια και στοιχισμένη πλάι σε άλλους, τώρα μπορώ να δω τους νεκρούς σκατζόχοιρους και τις καρφωμένες κατσαρίδες να γελάνε και να λάμπουν για μένα. Αφήνοντας την τύχη μου να επικρατήσει και γυρνώντας γύρω από όλα αυτά τα εκθέματα της ζωής μου, καταλήγω στην κεντρική αίθουσα όπου στέκεσαι μονάχα εσύ και με περιμένεις αγάπη μου, αγαπημένε μου όλων, τελευταίε μου ήρωα, με περιμένεις χωρίς σπίτι, χωρίς πράγματα, χωρίς τίποτε πέρα από εμάς που συναντηθήκαμε και σχηματίζουμε, μέσα σε όλο τον χρόνο που έχει περάσει και που σταμάτησε πια, έναν μικρό οικογενειακό τάφο. 

14.1.25
έρχεσαι κι έχεις το κεφάλι σου μέσα στους ώμους
μοιάζεις με κοτόπουλο
φέρνεις εξήντα κιλά βιβλία
και ρούχα για τον Μάρτιο
φέρνεις
έναν τεράστιο καθρέφτη που ίσως σπάσει
στους ιμάντες
φέρνεις τα γράμματά μου
και μια αφίσα για τη γιορτή λουλουδιών στη Μονς 
έχω κάνει χώρο στο μπάνιο
στο ράφι της κουζίνας
κι αγόρασα μεταχειρισμένη μια ντουλάπα
στη βιβλιοθήκη άνοιξα ένα μέρος 
δίπλα στα λεξικά
και τα παπούτσια μου τα έβαλα 
το ένα πάνω στο άλλο
γιατί 
θέλω να σε δω να κρέμεσαι από το χερούλι της πόρτας 
θέλω να σε δω μέσα από το δωμάτιο
στο άλλο δωμάτιο να ισιώνεις το σεντόνι
θέλω να σου δώσω το χέρι μου 
και να του φορέσεις ένα πτερύγιο 
θα πεις εδώ είμαι τώρα
μη φοβάσαι έχεις αυτό το μικρό φτερό
και μπορείς να ζήσεις σε διάφορες χώρες
εγώ θα πω 
εντάξει μη φοβάσαι ούτε εσύ εμένα
ύστερα ένα αγόρι θα τρέχει
κι εμείς θα τρέξουμε
και θα είμαστε ένας γέρος
θα είμαστε η παντοτινή ντουλάπα
και το παντοτινό χερούλι
το παντοτινό σεντόνι
και θα πούμε αντίο στη γειτονιά
και στους γνωστούς μου
δεν ήθελα ποτέ να είμαι πουθενά άλλωστε
έτσι θα σου πω καθώς θα φεύγουμε
και θα φεύγουμε
και θα γελάμε
και θα κρατάμε το αγόρι
θα κρατάμε τα δέντρα
αβέβαια κι ωραία
καθώς θα φεύγουμε

6.1.25

Τον αγαπώ όπως σε μια αρχαία ταινία. Έπαιζαν σε αυτήν κάποιοι που δεν πρόκοψαν κατά τα φαινόμενα. Τον αγαπώ γιατί δεν υπάρχουν αρχαίες ταινίες, μόνο αρχαία αγάλματα, αρχαίοι τάφοι, αρχαία κοσμήματα. Τον αγαπώ γιατί το μυαλό μου δεν προκόβει, μόνο απορρίπτει. Είναι άσχημος ο κόσμος. Είναι φριχτοί οι άνθρωποι εκτός από έναν δυο που τρελάθηκαν. Γράφω τώρα για την κανονική την τρέλα, αυτήν που δεν αντέχεις τον κόσμο, όχι αυτήν που δεν αντέχεις τον εαυτό σου και υποφέρεις άσκοπα και τους πρήζεις όλους. Ε σε αυτήν την κανονική τρέλα μέσα είναι κάνα δυο τρεις κι εγώ είμαι απ’ έξω και τους κοιτάζω. Με αφήνουν να τους κοιτάζω γιατί είμαι κοντά κι είναι εύκολο. Μακάρι να αποτρελαθώ κι εγώ και να φτιάχνω δέκα χρόνια ένα παράφρον έργο και να πουν όλοι Ω τι άσχημο! ή μάλλον να μην πουν τίποτα γιατί δεν θα δείξω τίποτα σε κανέναν, μόνο στην αγάπη μου στην οποία προσπαθώ να μην απευθύνω αυτό το γράμμα. Όχι, δεν είναι γράμμα, είναι μια εξύβριση ή μια αρχαία ταινία. Από τότε αγαπώ την αγάπη μου. Από την αρχαία εποχή που κάτι γινόταν. Κάτι πάντα γινόταν κι εκείνος -η αγάπη μου- το ήξερε. Μου θυμίζει εκείνος όλη μου τη ζωή κι η ζωή μου δεν είναι αρχαία αλλά αυτός είναι. Κι έλεγα για μια αρχαία προσβολή, ωχ τι έχουν περάσει ελάχιστοι άνθρωποι και πόσο θέλω να τους σφίξω το χέρι. Προσβάλλω για χάρη τους με όση δύναμη μου απέμεινε -αφού αγαπώ τόσο που ξεχνώ να αποδίδω- τον κάθε άνθρωπο που δεν έχει το σθένος να πάρει κλίση! Η κλίση ίσως είναι μοιραία και κάποιοι θα μας άδειαζαν τη γωνιά, θα ανασαίναμε, τέρμα πια η δυσωδία των μισών νωπών κώλων που γλείφουν τους άλλους μισούς -ξέρετε εσείς κώλοι, πάντα ξέρετε. Πού να ακούσουν, παίζει κι η ταινία δυνατά κι είμαι κι εγώ απασχολημένη αλλά τονίζω τους τρελούς. Ένας δυο είναι. Μια φίλη μου. Ένας ηθοποιός κάποτε. Όλοι στην άκρη, μακριά. Εγώ έχω περιέργεια και δεν τρελάθηκα ακόμα και αγαπώ, τον αγαπώ από την αρχαιότητα και πού και πού δείχνω τους κώλους εκεί κάτω. 

Γεια σας κώλοι, ξέρετε εσείς. 

Γεια σου αγάπη μου, αρχαία μου προτροπή, γεια σου, εύχομαι να κλειστούμε μέσα σ’ ένα τρελό κάδρο.

2.12.24

Μια μέρα μακριά από τα παγωμένο πρωινό στην Rüdersdorfer Straße, όπου ήδη με περιμένεις μικρό μου παπαγαλάκι αφού πήγες νωρίτερα να στρώσεις τα πράγματα και να εντείνεις την αγωνία της συνάντησής μας, εκεί, στο μέρος που θα ζήσουμε σύντομα εγώ, εσύ και μια οικογένεια από πάγο. Το παιδάκι μας, ένα καλαμαράκι στο πιάτο μου με τη σούπα και τα νουντλς, φωνάζει “Mutti, iss mich nicht!”. Εσύ, στο υπόγειο, αρχαίο τηλέφωνο του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, μου λες από το βάθος των αιώνων και των εδαφών ότι θα είμαι υπέροχη. Εγώ, από το Κέντρο Επιχειρήσεων, αρχίζω να πιστεύω.

26.11.24
Αγαπημένε μου Σ

Δεν ξέρω πού να υπογράψω αυτή την εκεχειρία. Είναι μόνιμη, όπως ξεκάθαρα δείχνει; Είναι η τύχη ένα μεγάλο οικοσύστημα που βαρέθηκε τις μέτριες και αβάσιμες συνάψεις; Σε ποιον να ορκιστώ πόσο ευτυχισμένη είμαι; Καταλαβαίνει κανείς το πρόσωπό μου που άνοιξε; Το πρόσωπό μου αυτό το λυπημένο, ένα σώμα που κατέρρευσε και τα χέρια μου έχουν όλα τους ανοίξει και από μέσα τους βγαίνει ένα χαχάνισμα. Πόσο γρήγορα σε αγαπώ! Η καρδιά μου έχει ένα μεγάλο υπόβαθρο και σου χαρίζει το ένα πράγμα μετά το άλλο. Θα φύγουμε! Θα φύγουμε τόσο μακριά που η ευτυχία μας θα μείνει μόνη της και θα ξεμπλέξει ό,τι αφήσαμε πίσω. Πίσω θα μείνει η απελπισία. 

Σε γνώρισα μέσα σε μια χώρα ζεστή και όμορφη σαν τον ίδιο τον ήλιο και προσπάθησα να ξεχάσω πόσο βαθιά και θαρραλέα με κοίταζες από την πρώτη στιγμή να παίζω ένα αόρατο πιάνο στον περίγυρο των καλλιτεχνών, στην αυλή που πίναμε και τρώγαμε μακαρόνια, μα δεν κατάφερα τίποτα αγάπη μου, τίποτα άλλο παρά να εγγράψω την πρώτη καταχώρηση μιας νέας ζωής που μας παρασέρνει έκτοτε σε αποφάσεις. Έκλαιγα τριγυρνώντας στην πόλη γιατί δεν θα ξανάβλεπα πια αυτό το πρόσωπο που με τάραξε όπως ποτέ κανένα, καθώς εσύ στην άλλη άκρη της γης άφηνες τη γυναίκα σου, το σπίτι και τη γάτα για ένα πρόσωπο που τάραξε εσένα και δεν είμαι πάντα σίγουρη ότι μου ανήκει. 

Αν τολμήσω κάποτε  να γράψω τι έγινε έπειτα ως τη σημερινή ημέρα που μας ανήκουν πια τα πάντα αλλά και για το βάθος του χρόνου που τολμάω ζαλισμένη να αντικρίσω βλέποντας εκεί τα ξεκαρδιστικά μας γεράματα, θα είναι επειδή ο χρόνος θα έχει σταματήσει και θα ζω μαζί σου μικρέ μου ηρωικέ έρωτα που ήρθες για να απαλύνεις και να επιδιορθώσεις, να αποκαταστήσεις, να φροντίσεις, να γεννήσεις, να ζήσεις ώστε να ζήσω πια κι εγώ αμέριμνη και τυχαία πλάι σου.
3.11.24

Αγάπη μου, δεν προλαβαίνω να σου γράψω. Καθώς ήσουν στο πιάνο και έπαιζες την παλιά μελωδία που στοίχειωνε τη ζωή μου όταν δε φανταζόμουν ποτέ πως θα γνωρίσω κάτι που θα μπορούσε να σου μοιάζει στο ελάχιστο, είδα τα σοβαρά σου φρύδια να τρεμοπαίζουν πάνω από τα μάτια σου και να στηρίζουν, εκτός από το μέτωπο, όλον εκείνο τον διαλυμένο καιρό που πέρασε -και πέρασε γιατί ακριβώς είσαι πάνω σε ένα πιάνο, υπάρχεις, και παίζεις για εμένα με θάρρος κάτι που δεν ήταν δικό σου και που τώρα είναι, όπως όλα, όπως ο χρόνος, όπως κάθε μου ανάμνηση, δικό μας. 


My love, I don't have time to write to you. As you were at the piano playing the old tune that haunted my life when I never imagined I would meet anything that could be the least bit like you, I saw your solemn eyebrows flicker over your eyes and support, except your forehead, all that shattered time that passed - and it passed because you are on a piano, you exist, and you play for me with courage something that was not yours and is now, like everything, like time, like every memory of mine, ours.