Σ ψάρι,
Μόλις έξυσες το αυτί σου κι εγώ άρχισα να γράφω. Έχουν τα ψάρια αυτιά; Κάθεσαι στο πάτωμα πάνω από δέκα μέτρα μακριά μου και μου θυμίζεις τα τροπικά μου ψαράκια –ένα σωρό είδη, διάφανα, πορτοκαλί, μακρουλά, νευρικά η πάντα αδιάθετα– όταν πετάχτηκαν έξω από το ενυδρείο και κολύμπησαν σ’ όλη μου την κουζίνα σπαρταρώντας ποτέ πότε καθώς έψαχναν τη γωνία όπου είχε μαζευτεί το νερό, ανάμεσα στα πόδια μου και στα σπασμένα γυαλιά, και που τελικά τη βρήκαν κι έμοιαζαν όλα τους εκεί μαζεμένα, σε μια μικρή λακούβα, πιο ελεύθερα απ´ ό,τι στα πενήντα λίτρα με το κατάλληλο νερό και το κάστρο, τα νούφαρα που αναδεύονταν πάνω από τις φυσαλίδες του μηχανισμού και τα σαλιγκάρια που καθάριζαν τα τζάμια.
Έτσι τώρα κι εσύ ξάπλωσες και στριφογυρνάς προσπαθώντας σαν κι εμένα να βρεις κάτι άξιο να πεις κάτω από ένα φως μπλε θεοσκότεινο, ανάμεσα σε δεκάδες που γράφουν πάνω σε τραπέζια και στο πάτωμα ή όπως εγώ άβολα σε ένα παγκάκι, έχοντας όλοι στα χέρια μας χαρτιά και στιλό, μπουκαλάκια με νερό και την ελπίδα να γραφτεί κάτι που δεν θα ’ναι πολύ ανόητο.
Ψαράκι μου, τα ψάρια μου μια βδομάδα μετά την έξοδό τους μέσα από μια τρύπα που εγώ άνοιξα στο ενυδρείο, όταν μια κούπα έπεσε απ´ τα χέρια μου και προσγειώθηκε πάνω στο τζάμι, πέθαναν όλα ένα-ένα. Έφταιξα κι έκλαψα, καθώς τα μάζευα από το πάτωμα και τα ´βαζα σε μια λεκάνη, γι’ αυτό που ήξερα ότι θα τα ´βρισκε σύντομα τόσο όμορφα και ευαίσθητα που ήτανε στην αλλαγή θερμοκρασίας, στην αλλαγή περιβάλλοντος και σε όποια τέλος πάντων μικρή μου απερισκεψία, όπως αυτή που τα οδήγησε στο θάνατο.
Ψάρι μου, κάτι γράφεις βλέπω, κι ελπίζω εγωιστικά να γράφεις κι εσύ σε μένα. Σ’ αγαπώ περισσότερο από όλα μαζί τα ψάρια και τα ζώα εν γένει, τους ανθρώπους και την υφήλιο.
Δική σου,
Κατσαρίδα