3.11.24

Αγάπη μου, δεν προλαβαίνω να σου γράψω. Καθώς ήσουν στο πιάνο και έπαιζες την παλιά μελωδία που στοίχειωνε τη ζωή μου όταν δε φανταζόμουν ποτέ πως θα γνωρίσω κάτι που θα μπορούσε να σου μοιάζει στο ελάχιστο, είδα τα σοβαρά σου φρύδια να τρεμοπαίζουν πάνω από τα μάτια σου και να στηρίζουν, εκτός από το μέτωπο, όλον εκείνο τον διαλυμένο καιρό που πέρασε -και πέρασε γιατί ακριβώς είσαι πάνω σε ένα πιάνο, υπάρχεις, και παίζεις για εμένα με θάρρος κάτι που δεν ήταν δικό σου και που τώρα είναι, όπως όλα, όπως ο χρόνος, όπως κάθε μου ανάμνηση, δικό μας. 


My love, I don't have time to write to you. As you were at the piano playing the old tune that haunted my life when I never imagined I would meet anything that could be the least bit like you, I saw your solemn eyebrows flicker over your eyes and support, except your forehead, all that shattered time that passed - and it passed because you are on a piano, you exist, and you play for me with courage something that was not yours and is now, like everything, like time, like every memory of mine, ours.



20.10.24

Δεν τολμάω να πω σε κανέναν την τύχη μου. Η τύχη μου

η τύχη μου

Θα έρθεις να ζήσεις 

και θα φτιάξουμε. Η κάρτα ήταν μικρή

όσο το ένα δέκατο του χεριού μου και χώρεσε

Μπροστά έγραφες our home πίσω one day

Κάποιοι θα έλεγαν ότι έιναι πρόωρο κάτι πρόωρο

ένα βέλγικο δάσος

ένα παλιό σπίτι

Εγω θα έλεγα είναι

ό,τι είναι 

Φοβάμαι να μην πεθάνω τώρα

Η μουσική είναι ωραία

Το πάτωμα με ακούει

Εσύ έρχεσαι από τον δρόμο και θέλεις

να γεράσουμε


28.8.24

Σ ψάρι, 

θα είναι η Αθήνα το πεπρωμένο της αποχέτευσης που βασανισμένη συναντάει τη θάλασσα; Θα το ξέρουμε σε μια βδομάδα αγαπημένο μου μικρό υποβρύχιο, κι αν τελικά τα πράγματα έρθουν όπως ήδη έρχονται, υπόσχομαι ότι θα αφεθώ στα χέρια σου, στα βράγχια σου και στο διχτυωτό σου κορμί που διασχίζει τον κόσμο σε λίγες μέρες για να φτάσει σε μένα. Τι έκανα για να αξίζω τέτοια τύχη γλυκό μου ψάρι και πώς να αντέξω την ευτυχία που μου δίνει η μικρή κάρτα με το διώροφο στον βέλγικο κάμπο που έφτασε σήμερα στο γραμματοκιβώτιο και γράφει «το σπίτι μας, κάποια μέρα»; 

Δική σου, κατσαρίδα

21.8.24

Στέφανε,

σήμερα ο καιρός τυραννάει τα γενέθλιά μου, τη διάθεση και τα μαλλιά μου που έχουν γίνει ένα τρισευτυχισμένο μαύρο στουπί. Καθώς το νησί ακόμα κοιμάται, ο αέρας, έπειτα από τη χθεσινή σιωπηλή βραδιά που απλώθηκε μυστηριωδώς κάτω από την πανσέληνο, ξανάρχισε την εκδίκησή του. Κι όχι μόνο εκείνος. Πρώτη φορά μέσα στις είκοσι μέρες που είμαι εδώ τα σύννεφα έχουν αγκαλιάσει το φως και το συμπιέζουν σε μια θολή ανάκλαση. Με τι αγριότητα διάλεξε το μέρος αυτό Στέφανε, το φοβερό μέρος της τύχης μου, να μου ευχηθεί κάτι! Θα το ευχαριστήσω σύντομα με τον τρόπο που έχω να υποθάλπω τις παράξενες συνθήκες και στην τρελή θάλασσα που μου ζητάει να μονομαχήσουμε κάθε πρωί θα ρίξω σήμερα και πάλι τον άμαχο εαυτό μου προς τέρψη του αφρού που ανεβαίνει στο σώμα μου και το σφίγγει. 

Πόσο πολύ φοβόμουν όταν πρωτοήρθα εδώ Στέφανε, παιδί σχεδόν σε ένα σώμα με απότομες καμπύλες, σαν το σημερινό, το οποίο είχα αρχίσει ελάχιστα να αγαπώ μέσα από τους άλλους αφού εμένα όχι μόνο δεν με βόλευε αλλά με έκανε να φαίνομαι γυναίκα από νωρίς και να υποφέρω. Αγόρια και μεγάλοι άντρες με κοίταζαν, τα κορίτσια με χαρακτήριζαν με διάφορα επίθετα και οι δάσκαλοι μου έλεγαν πως δεν μπορώ να φοράω ό,τι φορούσαν οι συμμαθήτριές μου. Όταν ρωτούσα γιατί, μου απαντούσαν πως σε εμένα τα ίδια ρούχα φαίνονταν προκλητικά. Έμαθα έτσι να κρύβω το παράταιρο σώμα μου που μου έφερνε όλα αυτά τα προβλήματα και να μην το συμπαθώ για τη δοκιμασία στην οποία με υπέβαλε. Όταν ήρθα ωστόσο εδώ με ένα αγόρι που θαύμαζε σαν να ήταν μνημείο αυτό το ίδιο σώμα που ελάχιστα τότε ήμουν εγώ και το οποίο θεωρούσα τουλάχιστον λάθος ή για την ακρίβεια κάτι σαν ανάπηρο, ξεκίνησε μέσα μου μια επαναστατική μανία, μια αναδιάρθρωση των τμημάτων μου. Ως σήμερα, με τον ίδιο τρόπο όπως και τότε, έρχομαι εδώ και επαναπροσδιορίζω το αληθινό μου βάρος, τη μοναδική μου μορφή, το ανεμπόδιστο γυμνό βάδισμά μου και ζω στην άκρη του νησιού με το ένα πόδι στη θάλασσα και το άλλο πάνω στον βράχο έτοιμη να μπω μέσα και στα δυο. 

Δεν φοβάμαι.

Αν κάτι μόνο μοιάζει πια παράταιρο είναι αυτά τα γενέθλια με τα λιωμένα μπλε κεριά πάνω στο κυπελάκι με το σιροπιαστό γλυκό -ό,τι βρήκαν οι φίλοι μου στο χωριό- το οποίο δεν μοιάζει καθόλου με τη λαχταριστή τούρτα γενεθλίων που με περιμένει ζωγραφισμένη πάνω σε έναν αεροπορικό φάκελο πίσω στη Θεσσαλονίκη και ανεπίδοτος με θλίβει.

Άνια, ξέρεις πού, 20.08.2024

18.8.24

 Στέφανε,

τα γράμματα έχουν πάρει τον δρόμο τους. Σύντομα θα είναι έρμαια της διάθεσης αγνώστων που δεν θα καταλάβουν τι ήθελα να πω γιατί δεν είμαι ποτέ ακριβής. Αυτό μου το πρόσαψαν είκοσι χρόνια πριν, όταν πρωτοάρχισα να γράφω, και ισχύει ως σήμερα, πάντα στα γραπτά μου υπήρχε ένα ακατανοητο κενό, έτσι κι εγώ δεν κατάφερα παρά να είμαι συνεπής σε αυτή τη μαύρη πλευρά των πραγμάτων. Εσύ καταλάβαινες πάντα τι θέλω να πω. Τώρα τα γράμματα που δεν σου έστειλα ταξιδεύουν επιτέλους για κάπου. Τώρα να δούμε ποιος θα καταλάβει κι αν το παράδοξο του να τα εναποθέσω στο τυπογραφείο θα αποδειχτεί ένα μεγάλο ατόπημα. Τώρα αφήνομαι στην άποψη του εκδότη μου και δεν διαφωνώ με αυτό το ταξίδι γιατί θέλω απλώς να φύγουν από ´δω πέρα. Τώρα ακούω ίσως να λένε «Τι ακατανόητη μαλακία είναι αυτή» κι εγώ με κέφι να ξέρω πως τα ξεφορτώθηκα όλα. Αυτό ήταν. Αντίο θλιβερό μου βιβλίο. Δεν θέλω να σε διαβάσω ποτέ. Ας το κάνουν τώρα οι άλλοι. Ας υποφέρει κάποιος άλλος στη θέση μου. Κι εσύ, φίλε μου μακρινέ κι αληθινέ, αιώνιε φίλε Στέφανε, μη διαβάσεις το βιβλίο που επαναλαμβάνει χίλιες φορές το όνομά σου γιατί πουθενά δεν θα αναγνωρίσεις την ατρόμητη φίλη σου. Κρυφά κρυφά πέθανα εκεί μέσα και τώρα κάθομαι εδώ μπροστά σας και σας κοιτάζω με το κενό κι αθάνατο βλέμμα ενός πεθαμένου. 

Άνια, Κρήτη, 18 Αυγούστου 2024

15.8.24

Σ ψάρι,

έλαβα το μήνυμά σου. 

Ξύπνησες την οδό Σύμπουρν φωνάζοντας το όνομά μου πάνω στο θολό σου ποδήλατο που έτρεχε, κι η απάντησή μου δεν μπορεί να είναι άλλη από τη δική μου φωνή. 

Η Μεσόγειος μεταφέρει τώρα την ηχώ του ονόματός σου στα παράλια της χώρας σου κι από εκεί, ζωντανή ακόμη, ανεβαίνει σε σένα. 

 Α

14.8.24

Σ (δικέ μου από την πρώτη στιγμή),

σου έστειλα απ´ το νησί την καρτ-ποστάλ που αγόρασα στο μαγαζί με τα μαγνητάκια. Απεικονίζει το χωριό κάτω απ´ το οποίο μένω. Μοιάζει στη φωτογραφία έτσι όπως ακριβώς είναι από ´δω που κάθομαι τώρα και σου γράφω αλλά πάνω της ζωγράφισα δύο ανθρωπάκια. Εγώ κι εσύ γραμμούλες σε ένα σπίτι εκεί πάνω.

Πριν ακόμα έρθεις, μου έγραψες πως θα ξανάρθεις κι οι γυμνοί γείτονες της παραλίας με είδαν να χαμογελάω μέσα από τα παραπήγματα της άγριας κατάστασής μου. 

Στέκομαι τώρα κι εγώ γυμνή και διερευνώ το σώμα μου γεμάτο μελανιές και κοψίματα από τα βράχια, προσπαθώντας δυο μέρες τώρα να το κοιτάξω καλά για να δω αν γέρασε, αν έχει κάποιο σημείο που χρειάζεται φροντίδα ή αν μπορώ να το αφήσω έτσι άγνωστο και βλοσυρό στην τύχη του. Η τύχη του είσαι εσύ.

Ευχήθηκα όπως συμφωνήσαμε στις Περσείδες κάτι ακριβές αλλά καθόλου σύντομο. Δεν μπορώ να στο πω γιατί φοβάμαι μαζί με όλα τα άλλα λάθη που έκανα πως δεν θα πιάσει η ευχή μου. Ένα από τα λάθη μου ήταν πως κάθε φορά που ένα αστέρι έπεφτε, έλεγα άλλα αντί άλλων. Ας πούμε πως η ευχή άρχιζε με τις λέξεις «Να ζήσουμε». Ε, μετά από μια πανικόβλητη στιγμή όπου προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω ότι το αστέρι είχε αρχίσει την κάθοδό του, ξεκινούσα την ευχή μου λέγοντας «Να πεθάνουμε». Ευτυχώς και παραδόξως η ευχή έβγαζε και πάλι κάποιο νόημα, λιγάκι πιο μελαγχολικό αλλά παρόμοιο και βασίστηκα άλλωστε στα συμφραζόμενα αλλά και στο ότι μου υποσχέθηκες πως τα αστέρια κατάλαβαν τι ήθελα να πω. Ένα άλλο λάθος μου ήταν ο αριθμός των λέξεων. Θέλοντας να είμαι απολύτως κατανοητή, οι λέξεις ήταν αδύνατο να βγουν λιγότερες από οχτώ, κι όταν μου είπες πως οι δικές σου ήταν μόνο τρεις, μου στοίχισε. Τι να ευχήθηκες άραγε; Τι μπορεί να είναι τόσο απλό και σίγουρο που δεν χρειάζεται εξηγήσεις; 

Έτσι σε θυμάμαι, σαν σφαίρα, σαν διάταγμα, με ένα βλέμμα ακαριαίο επάνω στο δικό μου, σίγουρος και ευπρεπής, παραδομένος πλάι μου, να μη χρειάζεται να δώσεις εξηγήσεις για τον έρωτά σου αλλά να ξέρω τι είναι αυτό που ζητάς όπως ήξεραν τα αστέρια χτες.

Λίγο μετά αναποδογύρισες τη ζωή σου και έκλεισες εισιτήριο, χωρίς σπίτι πια, χωρίς τον γάτο σου και το ραδιόφωνο στην κουζίνα, εξορισμένος στους καναπέδες φίλων και πικρά ευτυχισμένος που αναγνώρισες την υπνοβασία απ´ την οποία εγώ είναι αδύνατο πάντα να εξέλθω. 

Σε θαυμάζω και σε περιμένω.

Υπνοβάτισσα, θλιβερά δική σου, Α


6.8.24

Dear S,

am I still your cockroach?

A.

4.8.24

Σ. ψάρι,


καθώς ετοιμάζομαι για την αναχώρησή μου, η αδυναμία μου να σε νιώσω κλείνεται μέσα στο βάζο με τη μαρμελάδα. Δίπλα σου τα κορόμηλα πέφτουν από τον πάγκο. Δεν είμαι εκεί ακόμα. Κατρακυλάνε ανεξέλεγκτα κι αυτό είναι το μόνο που καταλαβαίνω απ’ όλο αυτόν τον παραλογισμό της εξ αποστάσεως περιγραφής των κατσαρολικών και των γειτόνων με το καρποφόρο περίσσευμα. Από αύριο, στο νησί μου, πάλι δεν θα ´χω τρόπο να τελειώσω τον χρόνο. Εκείνος θα μεγαλώνει, εγώ θα μεγαλώνω, εσύ θα μικραίνεις και θα ´σαι ένα τόσο δα ψαράκι στο πέλαγος. 

Τα φρούτα λιωμένα. 

Η ζάχαρη σύντομα στο αεροπλάνο. 


Δική σου,

Α. κατσαρίδα

Σ,

δεν ξέρω πια πώς να σε αποκαλέσω. Οι γνώσεις μου γύρω από ´σένα, οι ιδιότητες που σου προσδίδω, όλα όσα εφευρίσκουμε για να μας δέσουν όπως το διάφανο ψαράκι μου που του δώσαμε τ’ όνομά σου, αλλά κι όλο το ζωικό βασίλειο που εξυπηρετεί την εύθραυστη επικοινωνία μας, ο δρασκελισμός μου ή το στερεοτυπικό μας σκετσάκι με σένα ως άντρα να γυρνάς δήθεν από τη δουλειά κι εγώ να ´μαι γυναίκα στο σπίτι και να σε περιμένω, όλα αυτά εξαντλούνται λίγο λίγο και το όνομά σου είναι σύντομα το μόνο που θα έχω για ν’ απευθύνω τον έρωτά μου. Ο έρωτάς μου, λοιπόν, πρόκειται να γίνει ένας κανονικός έρωτας! Χωρίς ψάρια πια και χωρίς παπαγάλους, χωρίς σαλιγκάρια και κατσαρίδες, εγώ κι εσύ μόνο κι ένας έρωτας.

Α.