Σ (δικέ μου από την πρώτη στιγμή),
σου έστειλα απ´ το νησί την καρτ-ποστάλ που αγόρασα στο μαγαζί με τα μαγνητάκια. Απεικονίζει το χωριό κάτω απ´ το οποίο μένω. Μοιάζει στη φωτογραφία έτσι όπως ακριβώς είναι από ´δω που κάθομαι τώρα και σου γράφω αλλά πάνω της ζωγράφισα δύο ανθρωπάκια. Εγώ κι εσύ γραμμούλες σε ένα σπίτι εκεί πάνω.
Πριν ακόμα έρθεις, μου έγραψες πως θα ξανάρθεις κι οι γυμνοί γείτονες της παραλίας με είδαν να χαμογελάω μέσα από τα παραπήγματα της άγριας κατάστασής μου.
Στέκομαι τώρα κι εγώ γυμνή και διερευνώ το σώμα μου γεμάτο μελανιές και κοψίματα από τα βράχια, προσπαθώντας δυο μέρες τώρα να το κοιτάξω καλά για να δω αν γέρασε, αν έχει κάποιο σημείο που χρειάζεται φροντίδα ή αν μπορώ να το αφήσω έτσι άγνωστο και βλοσυρό στην τύχη του. Η τύχη του είσαι εσύ.
Ευχήθηκα όπως συμφωνήσαμε στις Περσείδες κάτι ακριβές αλλά καθόλου σύντομο. Δεν μπορώ να στο πω γιατί φοβάμαι μαζί με όλα τα άλλα λάθη που έκανα πως δεν θα πιάσει η ευχή μου. Ένα από τα λάθη μου ήταν πως κάθε φορά που ένα αστέρι έπεφτε, έλεγα άλλα αντί άλλων. Ας πούμε πως η ευχή άρχιζε με τις λέξεις «Να ζήσουμε». Ε, μετά από μια πανικόβλητη στιγμή όπου προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω ότι το αστέρι είχε αρχίσει την κάθοδό του, ξεκινούσα την ευχή μου λέγοντας «Να πεθάνουμε». Ευτυχώς και παραδόξως η ευχή έβγαζε και πάλι κάποιο νόημα, λιγάκι πιο μελαγχολικό αλλά παρόμοιο και βασίστηκα άλλωστε στα συμφραζόμενα αλλά και στο ότι μου υποσχέθηκες πως τα αστέρια κατάλαβαν τι ήθελα να πω. Ένα άλλο λάθος μου ήταν ο αριθμός των λέξεων. Θέλοντας να είμαι απολύτως κατανοητή, οι λέξεις ήταν αδύνατο να βγουν λιγότερες από οχτώ, κι όταν μου είπες πως οι δικές σου ήταν μόνο τρεις, μου στοίχισε. Τι να ευχήθηκες άραγε; Τι μπορεί να είναι τόσο απλό και σίγουρο που δεν χρειάζεται εξηγήσεις;
Έτσι σε θυμάμαι, σαν σφαίρα, σαν διάταγμα, με ένα βλέμμα ακαριαίο επάνω στο δικό μου, σίγουρος και ευπρεπής, παραδομένος πλάι μου, να μη χρειάζεται να δώσεις εξηγήσεις για τον έρωτά σου αλλά να ξέρω τι είναι αυτό που ζητάς όπως ήξεραν τα αστέρια χτες.
Λίγο μετά αναποδογύρισες τη ζωή σου και έκλεισες εισιτήριο, χωρίς σπίτι πια, χωρίς τον γάτο σου και το ραδιόφωνο στην κουζίνα, εξορισμένος στους καναπέδες φίλων και πικρά ευτυχισμένος που αναγνώρισες την υπνοβασία απ´ την οποία εγώ είναι αδύνατο πάντα να εξέλθω.
Σε θαυμάζω και σε περιμένω.
Υπνοβάτισσα, θλιβερά δική σου, Α