Δεν ξέρω πού να υπογράψω αυτή την εκεχειρία. Είναι μόνιμη, όπως ξεκάθαρα δείχνει; Είναι η τύχη ένα μεγάλο οικοσύστημα που βαρέθηκε τις μέτριες και αβάσιμες συνάψεις; Σε ποιον να ορκιστώ πόσο ευτυχισμένη είμαι; Καταλαβαίνει κανείς το πρόσωπό μου που άνοιξε; Το πρόσωπό μου αυτό το λυπημένο, ένα σώμα που κατέρρευσε και τα χέρια μου έχουν όλα τους ανοίξει και από μέσα τους βγαίνει ένα χαχάνισμα. Πόσο γρήγορα σε αγαπώ! Η καρδιά μου έχει ένα μεγάλο υπόβαθρο και σου χαρίζει το ένα πράγμα μετά το άλλο. Θα φύγουμε! Θα φύγουμε τόσο μακριά που η ευτυχία μας θα μείνει μόνη της και θα ξεμπλέξει ό,τι αφήσαμε πίσω. Πίσω θα μείνει η απελπισία.
Σε γνώρισα μέσα σε μια χώρα ζεστή και όμορφη σαν τον ίδιο τον ήλιο και προσπάθησα να ξεχάσω πόσο βαθιά και θαρραλέα με κοίταζες από την πρώτη στιγμή να παίζω ένα αόρατο πιάνο στον περίγυρο των καλλιτεχνών, στην αυλή που πίναμε και τρώγαμε μακαρόνια, μα δεν κατάφερα τίποτα αγάπη μου, τίποτα άλλο παρά να εγγράψω την πρώτη καταχώρηση μιας νέας ζωής που μας παρασέρνει έκτοτε σε αποφάσεις. Έκλαιγα τριγυρνώντας στην πόλη γιατί δεν θα ξανάβλεπα πια αυτό το πρόσωπο που με τάραξε όπως ποτέ κανένα, καθώς εσύ στην άλλη άκρη της γης άφηνες τη γυναίκα σου, το σπίτι και τη γάτα για ένα πρόσωπο που τάραξε εσένα και δεν είμαι πάντα σίγουρη ότι μου ανήκει.
Αν τολμήσω κάποτε να γράψω τι έγινε έπειτα ως τη σημερινή ημέρα που μας ανήκουν πια τα πάντα αλλά και για το βάθος του χρόνου που τολμάω ζαλισμένη να αντικρίσω βλέποντας εκεί τα ξεκαρδιστικά μας γεράματα, θα είναι επειδή ο χρόνος θα έχει σταματήσει και θα ζω μαζί σου μικρέ μου ηρωικέ έρωτα που ήρθες για να απαλύνεις και να επιδιορθώσεις, να αποκαταστήσεις, να φροντίσεις, να γεννήσεις, να ζήσεις ώστε να ζήσω πια κι εγώ αμέριμνη και τυχαία πλάι σου.