24.7.24

Λίνα Πάβλοβα,

σου γράφω πάνω από τον τάφο που  έφτιαξα στην άκρη του δρόμου. Άφησα εδώ, πάνω σε ένα άθλιο και ταπεινό περβάζι τα λουλούδια που έκλεψα από την αγορά δυο στενά πιο κάτω και προσευχήθηκα η Λισαβόνα να με αγαπήσει κι εμένα, τη βιαστική και διψασμένη φίλη σου που ήρθε κι αυτή κάτι να ζητιανέψει και να προσκυνήσει. 

Όταν πριν καιρό μου 'στειλες ένα απελπισμένο και τρυφερό mail, με κατέκλυσε η ανάμνηση της νύχτας που ´χαμε συναντηθεί δέκα χρόνια πριν στην Κλεισούρας. Δούλευα στο μπαρ και σου 'βαλα διπλή ή και τριπλή μερίδα haig γιατί το αφεντικό έλειπε και γιατί σε συμπαθούσα με τα μαύρα σου ρούχα, τις γκέτες στα χέρια και τους ώμους γυμνούς μέσα στον χειμώνα, μέσα στο κρύο και υγρό μπαρ, με τους γελοίους πελάτες και τη μουσική που διάλεγα κι ήλπιζα να σου αρέσει. Ήξερες και το όνομα και το ψευδώνυμό μου και κορόιδεψες το φλώρικο σφηνάκι που 'πινα. Καλά έκανες. Μόλις είχα γυρίσει στην πόλη και δεν άντεχα ακόμη το ποτό. Άλλωστε κατάλαβα κατευθείαν τότε τι είσαι και πώς μπορεί μέσα στα σκατά της νύχτας κάτι να διαφέρει. Μου είπες μετά από λίγα ποτά πως έκανες κάτι με τον πρώην μου όταν χώρισα και πως εκείνος σου μίλαγε όλη τη νύχτα για μένα. Γελάσαμε αμήχανα κοιτώντας η μία την άλλη να δούμε αν είμαστε εντάξει με αυτό. Για κακή του τύχη -και για τεράστια δική μου- εκείνος είχε επιδιώξει να πέσει πάνω σου, Λίνα Πάβλοβα: σε σένα που δεν αντέχεις τη μικρότητα των πραγμάτων. Ξαναγελάσαμε, σίγουρες πως έχουμε η καθεμία απέναντί της κάτι που γελάει γιατί δεν θα είναι ποτέ εξιλαστήριο σαν αυτό εδώ τώρα το μικροσκοπικό νέο, το οποίο μας ένωνε αστεία πια σε μια νύχτα δική μας, μια προέναρξη της φιλίας μας, μια φεμινιστική μελλοντική και παροντική αγριότητα στην οποία καμία δεν είχε την ανάγκη να κρίνει τη γυναίκα, να φοβηθεί τη γυναίκα, να παρεισφρήσει στη γυναίκα ή και κανέναν άλλον παρά να συνεχίσει να είναι αυτό που είναι, έχοντας πια κάτι καινούριο στο οποίο μπορεί πάντα να επανέλθει. 

Επανήλθες χρόνια μετά -όπως κι άλλοι σαν εσένα χωρίς να  περνάει από το μυαλό τους πως η πραγματική ιστορία ξεπερνάει κατά πολύ τη φαντασία τους- για μια ανώφελη προειδοποίηση. Η δική σου φαντασία όμως κάλπαζε γιατί δεν ήταν ποτέ φαντασία. Ήξερες όταν ρωτούσες ποια οδυνηρή κατάφαση σε περιμένει, μια επιβεβαίωση της αθλιότητας αυτού του κόσμου και μάλιστα από γυναίκες, τι θλίψη! από γυναίκες που θα περίμενε κανείς να μην είναι μισογύνισες -και το υποδύονται άλλωστε- ενώ αντιθέτως τελικά υποκύπτουν στην αληθινή τους ταυτότητα και κρίνουν, με έναν συντηρητισμό βγαλμένο από τη βαθύτερή του ρίζα, με πόσους άντρες έχεις πάει και τι  σκουλαρίκια φοράς. Τι τεράστια θλίψη! Τι υποκρισία!

Λίνα Πάβλοβα,

ο κόσμος αυτός που περιγράφω είναι ένας χαρτοπολτός στην άκρη του δωματίου μου. Πότε πότε τον πασπατεύω, τον συμπιέζω και τον αφήνω πάλι στην τύχη του. Η τύχη του είναι σκοτεινή.

Όταν μαζί σου κατάλαβα πως η μεγαλύτερη ευχαρίστηση ενός θύτη είναι να παριστάνει το θύμα, ανακίνησα μέσα μου όλα τα χρόνια της υπομονής μου και της αποδοχής, του θυμού και του άδικου, της απόλυτης γνώσης μιας κλοπής τόσο ανίκανης να πάψει και σου επέστρεψα το δώρο που μου έκανες -ελπίζω κι εκλιπαρώ όντως να το επέστρεψα!- της κατανόησης και της βαθιάς εμπιστοσύνης από το μοναδικό άτομο που έτυχε να περνάει κάτι φριχτό και ίδιο. 

Λίνα Πάβλοβα,

απεταξάμην.


Η φίλη σου.






1

At 25 Ιουλίου 2024 στις 1:46 π.μ., Blogger Фе́ммe скатале said........
Ανιάκι....
σε λίγες μέρες πέρνα από τη δική μου Rua dos Douradores που σου έχω αφήσει ένα γράμμα, εκεί στην κολώνα με τις δύο μπύρες στα χέρια.