2.5.24

Μόνο σε εσένα γράφω  γιατί μόνο εσύ λαμβάνεις. Στέφανε! Είσαι στο μουσείο και κοιτάζεις τον άγγελο. Είσαι στον Καναδά. Είσαι στην όχθη του εθνικού κήπου κι είναι το ίδιο, το ίδιο! Το νούφαρο του Βορρέ ήταν κάτι παραπάνω από ιπτάμενο κι η μέρα της κρίσεως ήταν μια ευτυχισμένη μέρα! 

Μονάχα εσύ ξέρεις τι λέω. 

Οδήγησα έναν τεράστιο δρόμο. Στο βουνό χιόνισε και βράδιασε, κόντεψα να τα παρατήσω κάτω από μια γέφυρα που είχε ραγίσει κι έγραφε kujdes. Συμμάζεψα τη σκέψη μου κι έφτασα στην Αλβανία. 

Είναι η αγάπη καινούρια ή συνεχόμενη;

Και τα δύο! Ο δάσκαλος ήταν ξεκάθαρος. Μου χάρισε το βιβλίο του κρυφά γιατί οι άλλοι το αγόρασαν. Μέσα έγραφε: αγάπη αγάπη αγάπη. 

Πριν από αυτό, οι μέρες πέρναγαν ήσυχα και βιαστικά. Στη διαδρομή για το σπίτι κοίταζα τα καλώδια του ρεύματος. Στο εργαστήρι καθόμουν συχνά στον μπουφέ κι έτρωγα σάντουιτς και τάρτες. Στα διαλείμματα έβγαινα έξω με τον Ρομάν. Την πρώτη μέρα ήταν ψυχρός κι είχε τα χέρια σταυρωμένα πίσω του. Τη δεύτερη που δουλέψαμε μαζί, είδα τον γάντζο. Το τελευταίο βράδυ με αγκάλιασε και κλάψαμε. Είχαμε αφήσει ένα μικρό μέρος των πραγμάτων να μας ενώσει παράφορα. 

Ρομάν, φίλε μου, τα χέρια σου είναι δυο παράξενα έργα και ξέρεις πως τα αγάπησα πιο πολύ από ό,τι ως τώρα ήξερα πως ήταν χέρια. Κι έκλαψα γι’ αυτά και για εμάς όταν με έσφιγγες στη σιδερένια, άγρια αγκαλιά σου.

Γύρω μας, αποχαιρετούσαν ο ένας τον άλλον οι πρόσκαιροι φίλοι. 

Η Αλβανία διέσχισε με το αμάξι μου τα σύνορα. Λίγο πριν, η Αθήνα είχε μπει μέσα σε ένα αεροπλάνο. Στέφανε, φοβάμαι να σταματήσω. Δεν γίνεται να σταματήσω. Έκλεισα το επόμενο εισιτήριο και το μεθεπόμενο.

Εδώ πίσω, συνάντησα ξανά την πομπή της ζωής μου. Τη δουλειά μέρα και νύχτα, το νοίκι και την ιδιοκτήτρια του ερέβους, τους χαρακωματίες που κάνουν ότι κοιμούνται, στο τέλος εμένα κι ένα μισοάδειο σακουλάκι με χρήματα. Δεν ξέρω πώς να ξεφύγω από αυτόν τον θάνατο εκτός από το να περπατήσω πολύ, πολύ μακριά του.