5.10.23

Eίμαι μέσα στη ζωή.

Είμαι η ζωή. 

Είμαι η ώρα 8. Είμαι εγώ που πηγαίνω στο διάολο της εργασίας μου. Είμαι οι πελάτες! Τι θέλετε; Όλα τα θέλουμε! Όλα θα σας τα δώσω καριόληδες. 

Είμαι 12 ώρες παραλογισμού στο τηλέφωνο. Κανείς δεν είναι πιο πολύ στη ζωή από την καρδιά μου που συνεχίζει αυτή τη μαλακία.

Σήμερα είχα δώδεκα γυναίκες. Τις μέτρησα όταν δεν με έβλεπαν για να μπορέσω να γράψω μετά πόσες ακριβώς ήταν. Ήξερα ότι θα γράψω.

Όλες είπαν: χάος. Όλες είπαν: αν ήμασταν εσύ δεν θα τα καταφέρναμε με αυτό το μυαλό που τριγυρίζει.

Σήμερα έγραψα ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα. Οι γυναίκες μου έκλαιγαν. Το έδωσα στην υπεύθυνη για να κλείσει ο φάκελός μου κι έτσι δεν το έχω πια ώστε να το παραθέσω. Έγραφα κάτι σαν: είναι τόσο παράξενο που ήσασταν εδώ για εσάς και για εμένα. Το διάβασα μπροστά τους. Χωρίς στόμφο. Η φωνή μου ήταν δυνατή και μπάσα. Η φωνή μου αγκάλιασε κάτι ψυχές που υποφέρουν και τους είπε: Δεν υποφέρω πια και να που φεύγω!

Ένας τεράστιος κύκλος απόψε με έκλεισε απ' έξω γιατί το ζήτησα. Ένας κυκλικός κοπτικός μηχανισμός λειτούργησε σήμερα στον δεύτερο όροφο της Ρεμπέλου.

Μία γυναίκα μου είπε: η ψυχή σου είναι παλιά.

Η άλλη: είσαι σαν τα πουλιά που κάνουν ό,τι θέλουν αφού βουτάνε στο κενό γνωρίζοντας ότι μπορούν να σταματήσουν αυτή την τρέλα λίγο πριν το τέλος.

Χάος. Όλες έλεγαν: χάος, κι έκλαιγαν.

Επειδή φεύγω.

Έφυγα κι έκανα τις γυναίκες μου να κλάψουν. 

Έγραψα: μπορείτε να είστε ό,τι θέλετε αύριο και, κυρίως, το αντίθετο από αυτό που ήσασταν σήμερα. Έγραψα: εύχομαι κυρίες μου να αφιερώσετε τον εαυτό σας στον εαυτό σας όσο το κάνατε και σε κάποιους άλλους που μας έφεραν εδώ. Έγραψα: ευχομαι να αφομοιώσουμε τους εαυτούς μας και να φύγουμε από 'δω μέσα. Ομόφωνα προαποφάσισαν πως μοιάζω με ηρωίδα λογοτεχνίας ή κινηματογράφου, ό,τι είπε και ο Στέφανος λίγα χρονάκια πριν . Δεν επιτρεπόταν από τους κανόνες της ομάδας ακόμη να απαντήσω κι έτσι μ’ έπιασε ένας πονοκέφαλος. 

Ο πονοκέφαλος οφειλόταν στο ότι δεν κλαίω ποτέ μα κυρίως στη σκέψη πως, ενώ με καταλάβαιναν, η απόσταση της ψυχής μου ήταν τόσο μεγάλη που την κάλυπτε μόνο μια εικόνα! Μια ηρωίδα. Μια ακατανόητη υπόσταση που τρέχει κάπου.

Σιωπηλός θρίαμβος, είπε για εμένα κάποια λίγο μετά. Τι να ξέρει! 

Καθόμουν στην πολυθρόνα μου. Έσιαζα το μαξιλάρι πού και πού. Τα κορίτσια με κοιτούσαν δακρυσμένα.