19.10.23

Καλώς! λέει ο Στέφανος. Κι εννοούσε ότι διαφωνεί που δεν πήγα στον γιατρό. Τρανταζόμουν από κάποια αρρώστια -σπάνιο για τον δυναμικό οργανισμό μου- σαν να μην είχα πια καρδιά και στήθος, μα τώρα που γύρισα κι έφτυσα από μέσα μου ένα κάθιδρο περιεχόμενο καλλιτεχνικών δηλώσεων, έγινα καλά! Πάει ο γιατρός, τον άφησα στο ραντεβού να περιμένει χωρίς μάλιστα να τον ενημερώσω. Δεν προλάβαινα και αποφάσισα συνειδητά να τον αφήσω να αναρωτιέται τι να απέγινε το Ανιώ που με παρακάλεσε να τη βάλω σφήνα ανάμεσα σε άλλα απαίσια περιστατικά! Έγινα καλά με το που πάτησα το πόδι μου στην οδό ξέρετε ποια, θα του έλεγα αν έβρισκα χρόνο για μια ιατρική, εμπιστευτική κουβέντα. Έγινα καλά γιατί απομακρύνθηκα από την επιτυχία του να είναι κανείς ο εαυτός του και να πρέπει κάτι να πει για αυτό! Χειροκροτάνε οι άλλοι γιατί δεν γνωρίζουν πως μπροστά τους έχουν ένα ανυπόκριτο κάθαρμα που δεν θα τους χειροκροτήσει σε λίγο. Μέσα όμως στους πολλούς βρήκα πάλι έναν ή δυο μονάχα που κρυφά με τα μάτια τους δείξανε τα χέρια τους και με τα χέρια τους δείξανε τα μάτια μου που καθρεφτίζανε την επίγνωση και τον κυνισμό. Εκεί ξεκίνησε η αναχώρηση του βήχα και η ιδία αποδοχή της θέσης μου ανάμεσά τους ως τιμητική πλακέτα της άδολης επιχείρησης του να υπάρχω κι εγώ μέσα στο ανεπανόρθωτο αυτό κενό.