18.10.23

Ω πόλη μοναδική και απαίσια σ´ έβλεπα στον ύπνο μου κάθε βράδυ. Τι είναι η Βουδαπέστη μπροστά σου κι όλη η γελοία Ευρώπη, πώς να συγκριθεί η εξαιρετική ομορφιά των πόλεων με τη μελαγχολία του χειμώνα που περίμενε μέσα στο αρχαίο μου σπίτι. Ω πόλη με το σπίτι μου μέσα! Πόλη δική μου! Ιδιότροπα σκουπίδια και σφαίρες που πέφτετε κάτω από το μπαλκόνι μου, περίπτερο εσύ στη γωνία και Πακιστανοί μαγαζάτορες, μα κι εσείς γείτονες γέροι μου, πόσο μου λείψατε αχρείοι μου φίλοι κι αγαπημένη εικόνα απ´ την οποία δεν λείπω! Τι αφάνταστα ταιριαστή παρέα η μοναξιά μου με τη δική σας. Πόλη μου, κοιμόμουν άγρια αυτές τις μέρες μακριά σου σε ένα στρώμα πλούσιο και μαλακό. Έξω ήταν κόσμος που ήθελε να με γνωρίσει. Τους είπα ιστορίες. Τους είπα για ´σένα. Μέσα μου λαχταρούσα τόσο πολύ να γυρίσω πίσω στο άθλιο στρώμα μου με τα σπασμένα ελατήρια. Ω Θεσσαλονίκη και Στέφανε της Θεσσαλονίκης, αν γινόμασταν όλοι όσοι αγαπώ ένα, δεν θα ήταν άραγε οι δρόμοι τώρα αυτοί γεμάτοι με τις άδειες παρατημένες βαλίτσες μας; Μου πήρε δέκα χρόνια να σε καταλάβω τοπίο ομιχλώδες και να γράψω για εσένα ένα βιβλίο. Μέσα σε αυτό είμαστε εγώ κι εσύ, πόλη, σε μια στάση που έκανε κάποιους να κλαίνε. Είσαι γύρω μου. Οι φίλοι μου είναι κι αυτοί γύρω κι ακούνε όταν τραγουδάω στο μπαλκόνι, ο Τάσος στην κάτω γωνία κι ο Λάμπρος εδώ κοντά, η Λίνα μακριά στον λόφο να επιβλέπει, η μάνα μου σε μια άκρη στη θάλασσα, ο πατέρας μου στον δρόμο με το αυτοκίνητο. Ω πόλη! Μπορώ να σε κλείσω μέσα σε ένα ζεστό ψωμάκι όπως λέει ένα βουλγάρικο νανούρισμα. Είναι μια μπάμπω και φτιάχνει ζυμάρι. Μέσα στο ζυμάρι περνάει ο κόσμος και κλείνει κάτι αγαπημένο. Εγώ στη ζεστή αυτή φουρνιά διπλώνω εσένα, πόλη, για τον παράξενο μέσα στα λασπόνερά σου αντικατοπρισμό μου που μαζεύει γύρω του, κυματίζοντας ελαφριά, τα πρόσωπα που μ´ αγάπησαν και ζήσανε για λίγο ή πολύ, εδώ, σ´ ένα τοπίο γνήσιο, μαζί μου.