2.8.23

Σου γράφω γεμάτη κόκκινο 

από μια μεριά του πλοίου όπου το χρώμα 

τσακίστηκε 

και σπάει τα ρούχα των επιβατών

Σκισμένα χέρια κρέμονται 

από μανίκια σκισμένα καθώς εγώ

εκτός από κόκκινο

κρατάω ένα μολύβι κι ένα 

ενίοτε αληθινό κάγκελο

Τι ήθελε πάλι από εμένα η ζαρωμένη θάλασσα

κι εγώ πώς τώρα να εξηγήσω τον κόκκινο

χαλασμένο ερχομό μου!

Στον περίεργο αυτό δρόμο επικρατεί

η αποκομιδή του σιδήρου

Ένα σμήνος μπορεί να συμφωνήσει 

μαζί μου

και να προσθέσει μάλιστα 

πως δεν κρατάει για πάντα τίποτε

εκτός από το μεγάλο των ανθρώπων

μίσος

Δεν τελειώνει το αλλόκοτο αυτό πέρασμα φωνάζουν 

τα πουλιά 

σε όσους εδώ πέρα ταξιδεύουν

Κι οι άνθρωποι 

τι να κάνουν

Τρώνε τα μακαρόνια τους

και δεν ακούν τα προειδοποιητικά γέλια

Εγώ κάπου μέσα 

στο κόκκινο θρυμματισμένο πλοίο

ζητώ να κάνουμε μια στάση

Η στάση λέγεται

ΑΛΗΘΕΙΑ

Το φέρυ δεν σταματάει 

Επιταχύνει άτιμα!

Κάτι μάτια κοιτάνε 

Οι λιωμένες τώρα κουπαστές 

δεν γίνεται να κρατήσουν το βάρος μας

Ο πόνος είναι κι αυτός ένας τόνος μηχανήματα

Το σάπιο μας καράβι 

αν και δεν θα βυθιστεί

βυθίζεται μέσα σε κάποιους από εμάς

όπως το μίσος που λέγαμε 

μέσα σε κάποιους 

άλλους από εμάς

Η μπογιά αυτή είναι ανεξίτηλη πάνω στον αέρα 

Το πλοίο 

ξετυλίγεται 

πάνω μου και με τρομάζει

σαν το μίσος κάποιου

που υποδύεται ανάμεσά μας τον καλό επιβάτη

Σαν τον φθόνο αυτής της μεγάλης σκουριάς 

που μας τεμαχίζει

Σου γράφω σήμερα γεμάτη σίδερο 

καθώς τα ρινίσματα μπαίνουν στο σώμα μου

και φτιάχνουν

κάτι κομμάτια από κείμενα

Σκόρπιοι στις γραμμές ένας αδιάφορος καπετάνιος 

ένα ψάρι ποιητής 

ο Ουίλιαμ Ουίλσον

κι ο Ουίλιαμ Ουίλσον

τα ηλιοτρόπια του Βαν Γκογκ που 

μαραίνονται πλάι στην αμάραντη

ρέπλικά τους 

εξεταστές μουσείων 

εξεταστές απορριμμάτων 

ο Λάμπρος από ένα άλλο ποίημα

και ξανά τα κίτρινα εκείνα λουλούδια 

με τη λεζάντα της γνησιότητας ενός πιστού 

αντίγραφου μέσα στα απογοητευμένα μάτια του

Τι να τα κάνω όλα αυτά στο καράβι της κόκκινης

σάλτσας

με το τυρί στων ανθρώπων τα χέρια που τρίβεται 

και το τριμμένο κάγκελο που ομοίως 

στα δικά μου χέρια ξεψυχά και τρίζει!

Τι να τα κάνω τόσα χαλάσματα 

και πώς να περιποιηθώ εκείνο

το μίσος του ταξιδιώτη μαϊμού!

Σου γράφω κόκκινο

κόκκινο κόκκινο

Σου γράφω μάτια

Σου γράφω πείνα

Σου γράφω από ένα κάγκελο που έγινε σκόνη

Σου γράφω σκόνη

σκόνη σκόνη

σκόνη αλήθεια