22.6.23
Στέφανε.
Στέφανε, φίλε
Φίλε.
Είναι αργά για τηλέφωνα, πίνω ένα ποτό στο μπαλκόνι.
Το μπαλκόνι αυτό το πλήρωσα
Δεν πήρα τίποτε ποτέ
από κανέναν
Είμαι σε μεγάλη αυτοκυβερνησία
και πλέω στα πελάγη της περηφάνιας μου
Της μοναξιάς
Οι φίλοι με περιμένουν πίσω 
και δεν θα πάω γιατί δεν θέλω να μου μιλήσει
κανείς για τον εαυτό του
Ύστερα εγώ πρέπει να βρω τον δικό μου
ειδάλλως θα πρέπει να είμαι αστεία
κι αυτό είναι εύκολο 
Μαζεύονται γύρω μου
Βαριέμαι όμως
Δεν έμεινε κάτι που να μην το βαρέθηκα
Το ποτό μου είναι σύντροφος στο μπαλκόνι που πλήρωσα
Η καρέκλα μου σπάει σιγά σιγά αλλά θα βρω άλλη
στα σκουπίδια
Βαριέμαι τα έπιπλα το πάτωμα τα κάγκελα
που τώρα τα πόδια μου ξεκουράζονται
Χαίρετε κουρασμένα!
Ηλίθια που μοιάζουν έτσι που κρέμονται στον όροφο
τα πόδια μου
Και περνάνε κάτω οι άλλοι
Καμία λογική
Θα πιω λίγο ακόμη κι ύστερα θα τελειώσω τη μέρα
Ξάπλα κάποιοι θα είναι σελίδες
και θα παρηγορούν την ύπαρξή μου
Τη ζωή 
Την πολλή δουλειά
Στέφανε δουλεύω όλη την ημέρα
Ύστερα γυρίζω το βράδυ και γράφω το βιβλίο μου
Πίνω
Δεν με νοιάζει κάτι
Τα έκανα όλα
Όλα