3.4.23

Κάνω ό,τι πρέπει να γίνει.

Σε ένα σημείο το ψάρι κάθεται και τινάζεται καθώς πεθαίνει αργά. Κοιμάμαι. 

Ο Στέφανος είναι ένας γερός συγκρατούμενος. Εγώ φοράω στολή, εκείνος πολιτικά.

Τώρα αρχίζει το ποίημα.

Έχω να γράψω μέσα μου από τότε που σταμάτησα να τρομάζω μπροστά σε ό,τι μοιάζει με κάτι που μοιάζει σε μένα. Με ρώτησε ένας κύριος τι στ'αλήθεια νομίζω ότι μπορεί να συμβεί άμα αφήσω τα πράγματα να εξελιχθούν (!). Κάθισα και σκέφτηκα και κατάλαβα πως ο φόβος είναι ένας παλιός περίπατος, πάει ο φόβος, Χριστέ μου έμεινα μόνη και με είχαν προειδοποιήσει. Χα χα! Είναι υπέροχα εδώ.

Δεν φοβάμαι αν πεθάνει ακόμη κι ο αγαπημένος μου κόσμος. Ο κόσμος. 

Ξεκίνησα να τρέχω μόλις διάβασα ένα μήνυμα.

Δεν είχα σταματήσει να τρέχω, αν είναι δυνατόν. Απλώς επιτάχυνα τώρα, βρίσκομαι σε μια γρήγορη πορεία, πηγαίνω αντίστροφα και κοιτάζω το ψάρι μας.

Εγώ.

Φτώχυνα πάλι. Δεν ξέρω τι ξημερώνει αλλά δεν ξέρω και αν βραδιάζει, τι σκοτάδι μεγάλο η δυνατότητα της σκέψης μου, προσοχή βόας.

Φέρε μου ένα ποτήρι νερό, είμαι επίκαιρα και πρόσκαιρα ανάπηρη, πάνω σε ένα σημάδι κόλλησα ένα άλλο.

Η αγάπη είναι μάταιη επειδή όλα τα άλλα είναι. Είναι ας πούμε δέκα κιλά ρούχα. Τώρα που θυμάμαι, τα φόραγα κάποτε και μαλακά περνούσα σε κάτι λιγότερο επικίνδυνο.

Τώρα έχασα ένα κομμάτι γης, κληρώθηκε η ψυχή μου ή τα δάχτυλά μου, κάτι -για να καταλάβεις -όχι ζωτικής σημασίας αλλά καλό είναι να το είχα.

Ζω χωρίς αυτό ό,τι κι αν ήταν η γη.

Ο θυμός μου έγινε μια σκούπα. Τελείωσε δηλαδή η δουλειά.

Μήπως η αγάπη μου έγινε σκούπα ή μήπως απλώς αγαπώ μια σκούπα ή η αγάπη σκούπισε κι εγώ μπερδεύτηκα;

Α ναι. 

Μπερδεύτηκα. Πήγα κάπου.

Η φωτιά δεν ήταν το ίδιο για όλους. Μάλιστα γι' αυτούς που κάηκε το σπίτι τους ήταν πολύ πιο εύκολο να το ξεπεράσουν από εμένα που κοίταζα το σπίτι τους να καίγεται. Θα πει κανείς: τι λέει τώρα, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Ε γίνονται. Οι χαχανούληδες το ξεπέρασαν. Εγώ δεν μπορώ να ξεχάσω τα μάτια μου.

Ο Λάμπρος.

Ο Λάμπρος είναι το όνομα.

Ο Λάμπρος γράφω

Δεν φοβάμαι ο Λάμπρος

Ας πεθάνουμε κάποια στιγμή. Τρέχω άρα δεν αργώ. Δεν καταλαβαίνω γιατί τρέχω μα ένα πράγμα υπόσχομαι καθώς τρέχω, ότι θα τρέχω ό,τι κι αν δω να επιχειρεί να ανακόψει αυτό το όχι ιδιαίτερα συντονισμένο, μα σίγουρα μεγαλοπρεπές τρέξιμο. Τρέχω σαν Αμαζόνα κι οι Αθηναίοι τα 'καναν πάνω τους και βγάζουν πράγματα από το μυαλό τους. Ε, Στέφανε;

Ναι. Στέφανε, τώρα θα μιλήσω σε σένα της Θεσσαλονίκης (of Thessaloniki), ξέρεις τι είμαι; Ξέρεις. Αλλά πρώτα πρέπει να καταλάβω κάτι άλλο. Το αγαθό.

Θα ξεκινήσω τις σπουδές μου. Ποτέ δεν έμαθα τίποτε. Ο Τάσος μου είπε πως μόλις μάθω, θα αμφισβητήσω. Με ξέρει. Κάτι άλλο ξέρει. Ξέρει την αγάπη μου που κρέμεται. Κι έρχεται.

"Αποδιδω....όχι, όχι... Χμ....Παραδίδω...μμ...όχι...Ξεφορτώνω, ναι! ξεφορτώνω λέω, την αγάπη μου! Όποιος ακούει μέσα από αυτό το όπλο...εμ...μεγάφωνο θέλω να πω, όποιος λοιπόν ακούει κι ενδιαφέρεται για μία διασκεδαστική ακατέβατη τσουλήθρα, παρακαλώ να επικοινωνήσει με τα κλειστά μου τηλέφωνα. Θα απαντήσω μόνο σε σοβαρές προτάσεις ή έστω ατέλειωτες (Μαρσέλ) ή έστω σκέτες προτάσεις, σκέτες ώρες γεμάτες πιθανό λόγο για να υπάρχει - ή να συνεχίσει να υπάρχει ή να ελπίζει ότι υπήρξε- κανείς."

Αγάπη μου

Δεν καταλαβαίνω τίποτε

Τρέχω

Οι πελάτες μου θέλουν να τελειώνουν. Ακούω είκοσι φορές τη μέρα: Να τελειώνουμε, θέλω να τελειώνω, να τελειώσουμε! 

Εγώ έχω περάσει μετά το τέλος. Είναι απότομα. Νομίζουν ότι είναι καλά. Αλλά όμως! Αλλά όμως μετά! Αλλά όμως μετά δεν έχει τίποτα κι εγώ, άντε εγώ θα πεις αντέχω το κενό της γνώσης της μη ύπαρξης. Εσείς πελάτες μην υπογράφετε.

Άλλο ήθελα να πω.

Αν εγώ γύριζα κάπου, θα ήταν οι χρυσές, μεταμεσονύκτιες, γερμανικές πατάτες που, ως χρόνος και τόπος, τηγανίζονται στην κουζίνα της ανάμνησής μου. 

Τις φάγαμε τόσο πολύ.

Σε αγάπησα τόσο που τώρα τελείωσα.

Τρέχω

Καημένο πράγμα

Δεν έχω τι άλλο να κάνω από το να γίνω ένας πανίσχυρος, μοναχικός λαβύρινθος.