7.2.23

Στέφανε,

ακόμη γράφω. Η ύλη θα είναι βατή αν είσαι ο δάσκαλος που νομίζω ότι είσαι. Δεν συγκεντρώνομαι, μα λίγο καιρο έπειτα, καταλαβαίνω πως συγκράτησα τα καλύτερα και πως με μια επανάληψη μπορώ να υπολογίζω σε μια νέα πραγματικότητα. Καθώς τρώμε, η φιλοσοφία θα επιρρίπτει μια φοβερή διάθεση μέσα μου. Μέσα σε εσένα θα γίνεται εξίσου ένας χαμός. Θα τρώμε. Θα τρώμε.

Προς το παρόν, αυτοδιδάσκομαι διαβάζοντας ό,τι μπορώ πριν και μετά τη δουλειά. Στο λεωφορείο πιάνω πάντα την ίδια θέση κι ώσπου να φτάσω έχω ήδη αντέξει τη μέρα (όλες οι μέρες είναι ίδιες γιατί έτσι τις θέλω), παλιά μέρα, άφοβη και ρεαλιστική, με το μυαλό μου να είναι το μοναδικό σημείο καμπής. Κάποιες φορές, ορκίζομαι πως δεν το ελέγχω, ή καλύτερα δεν προλαβαίνω, δεν προλαβαίνω να το ξέρω. Είμαι πολύ καλά. Αποδεδειγμένα καλά. Το μόνο που μένει είναι να καταλάβω.

Όταν έρθεις θα τρώμε και εκεί θα καταλάβω τι έγινε και θα κλάψω. Θέλω να κλάψω. Δεν κλαίω αλλά θα κλάψω.

Υπάρχει τόση ησυχία μέσα σε αυτό το σπίτι που το σώμα μου είναι ένα ιπτάμενο σώμα. Πηγαίνω στα δωμάτιά μου και δεν κάνω θόρυβο, βγαίνω από το ένα και μπαίνω στο άλλο να πάρω κάτι, ίπταμαι και αγαπώ την ησυχία, κλείνομαι μόνη μου όλες τις ώρες κι οι φίλοι με ψάχνουν, δεν απαντάω, ύστερα απαντάω και λέω κι εγώ σας αγαπώ αλλά περιμένετε, θέλω να συνεχίσω στην ησυχία αυτό που κάνω. 

Δουλεύω πολύ.

Πρέπει να επιβιώσω, πρέπει να πληρώσω το νοίκι. Eίμαι εδώ και ψάχνω χρήματα χάνοντας το μυαλό μου και ανακτώντας το σε μία διαδρομή με το λεωφορείο και στην ησυχία του πληρωμένου σπιτιού, τα καταφέρνω μόνη χρόνια και χρόνια και χρόνια, δεν φοβάμαι τι θα γίνει. Έχω τον εαυτό μου, έναν αυτεξούσιο κομπάρσο που παίζει κάτι άλλο. Μια καθόλου τυχαία ελευθερία. Έχω ησυχία, έκταση, παράφορη ηρεμία, τρέχοντας, οι λίγες ώρες που μένουν: ήσυχες ιπτάμενες μέσα στην ησυχία.

Μια μέρα, πήγα έξω, σε ένα μαγαζί. Εκεί η ησυχία ήταν μόνο μέσα σε ένα κορίτσι που είχα δέκα χρόνια να δω. Την κοίταζα τώρα να τραγουδάει μέσα από έναν μικρό καθρέφτη στον τοίχο γιατί δεν βρήκα άλλη θέση και γιατί μου αρέσει να κρύβομαι και να κάνω ό,τι θέλω. Η φωνή της είναι επίσης ιπτάμενη  αλλά και βαριά επειδή είναι επίπονη, μια επίπονη φωνή, μια επίπονη. Μου είπε να διαβάσω αυτό το βιβλίο πιου διάβασα και μ' έχει τώρα φέρει σε αυτή τη σπαστή γραφή, τη σημειωτή έκφραση των συναισθημάτων μου. Με αγκάλιασε και αισθανθήκαμε καλά. Ήταν ζεστή. Εγώ ήμουν κρύα. Έπειτα βγήκε έξω με την πλάτη της γυμνή, ήταν ζεστή κι όλοι οι υπόλοιποι μέσα στα παλτά μας κρύοι, φορεμένοι, σφιχτοί, μόνη της. Η φωνή της ήταν ζεστή κι επίπονη. Είδα πολλούς να αποφεύγουν κάτι κι είχε τόσο πολύ φως που δεν κατάφερα να κρυφτώ. Αν δεν κρυφτώ, δεν θυμάμαι τι να αισθανθώ. Η Μαρία Αντουανέτα έχει μακριά μαύρα μαλλιά και τα άφησε λίγο να φανούν όταν όλοι φύγανε. Τα έπιασα και ταίριαζαν παντού. Στα χέρια μου, στο μπαρ, στον καπνό, στην ησυχία του μυαλού μου που ερχόταν. Η Μαρία Αντουανέτα ξέρει την ησυχία του μυαλού μου ή τη διαισθάνεται και την επιτρέπει, το κατάλαβα όταν μιλούσε για μένα με μένα η μέ άλλους και προστάτευε τη θέση μου. Η Μαρία Αντουανέτα έχει ένα μικρό όνομα σαν το δικό μου και είναι μια ίδια σφαίρα, γρήγορη και εύστοχη και μία.

Τώρα ησυχία.

Είμαι στο σπίτι μου και αύριο θα πάω στη δουλειά. Αν δεν έχω δουλειά, θα βρω μια άλλη δουλειά, δεν φοβάμαι να δουλέψω, θα δουλέψω πολύ και θα κάνω ό,τι χρειάζεται για να έχω δουλειά. Ενδιάμεσα, Στέφανε, τα μαθήματα θα είναι ο χαμένος χρόνος. Θα μάθω τα πάντα και τα πάντα θα με μάθουν. 

Εσύ θα μου μάθεις το παν κι εγώ θα μάθω.

Σε περιμένω και οι μέρες είναι ίδιες και ήσυχες.

Καθώς σε περιμένω, είναι ήσυχα.

Καθώς περιμένω, ήσυχα.