15.1.23

Στέφανε, ο απότομός σου ερχομός με κάνει απότομα χαρούμενη. Θα διασχίσεις τη γη για να δεις τη φίλη σου. Τι είμαι; Η ζωή μου πέρασε σε μια άλλη πλευρά μα δεν θυμάμαι πότε περπάτησα. Εδώ δεν μπορεί κάτι άλλο να με βρει πέρα από εσένα και άλλους βωμούς, μα αν η μνήμη μου δεν είναι ο μεγαλύτερος, τότε εσύ είσαι ή εγώ (ή οι άλλοι που μας κρατάνε πάνω στα χέρια τους και μας περιφέρουν). Θέλω να σου μιλήσω. Είμαι συντετριμμένη από χαρά κι ευχαρίστηση. Χτες, στο σινεμά, έπιανα τον ώμο του Τάσου κι ένιωθα πως πιάνω ένα τόξο. Ύστερα, μου έδινε το πακέτο με τα ζεστά ποπ κορν κι εγώ σήκωνα το χέρι μου από το σώμα του και το βύθιζα μέσα. Καθώς μεταφέραμε τα μάτια μας στην οθόνη που πάλι έπαιζε, είχα βρει το βέλος και το τοποθετούσα πίσω στον ώμο του. Ήμασταν αχώριστοι. Με αγαπούν όλοι επειδή τους αγαπώ ή επειδή δεν γίνεται αλλιώς να χαλάσουν τον κόσμο; Είμαι, το ξέρω, ένας άξιος μαχητής στο πλευρό τους. Είμαι ένας πιστός συνοδοιπόρος και θα κρατήσω τα χέρια τους. Σπρώχνω τη ζωή, την σπρώχνω και την πάω κάπου κι έπειτα έρχονται οι αγαπημένοι μου. Μέσα τους βλέπω το πέρασμα του χρόνου και την αδίστακτη διάρκεια της μνήμης, τη ροή της αγάπης, τη χαραγμένη εικόνα μου στην εικόνα των ματιών τους, την εικόνα τους μέσα στα δικά μου αιώνα μάτια που τους απεικονίζει ωραίους. Ωραίους κι ευτυχείς και δυνατούς, μεγάλους και αληθινούς. Δεν τρέχουν οι αληθινοί. Δεν πηγαίνουν στη δουλειά. Κάθονται και κοιτάζουν μέσα μου τον εαυτό τους. Τι όμορφοι που είναι όσοι είδα κι όσοι μέσα μου είδαν εκείνο. Μέσα σε εσένα, Στέφανε, βλέπω συνήθως εμένα κι εσένα να χοροπηδάμε πάνω σε κάτι. Ποτέ δεν έχω ζήσει περισσότερο. Εσύ ξέρεις τι είσαι. Ένας μεγάλος, γεμιστός φιλόσοφος. Εγώ τι είμαι; Τι έκανα εκτός από το να είμαι ένας σκληρός και βαθύς καθρέφτης; Έπαιξα, θυμάμαι, πολύ και συμμετείχαν πολλοί παίκτες και όλοι ήμασταν στην ίδια πλευρά του γηπέδου. Απέναντι ένας τερματοφύλακας. Ποιος ήταν ο λουσμένος αυτός τύπος που είχε τα χέρια του σε έκταση και μας φοβέριζε; Τον απελπίσαμε. Θέλω να σου μιλήσω. Θυμάμαι και τοποθετώ αυτό που είμαι σε έναν ίσκιο. Απέναντι είναι η καντίνα που θα σε πάω. Μα πρώτα ο ίσκιος και το δέντρο. Πρώτα εγώ. Τι είμαι; Γιατί ό,τι με βλέπει δεν ξεχνά τι είδε; Γιατί δεν ξεχνώ αυτό που είδα κι εγώ; Είδα, και θα απαριθμήσω, ένα σωρό τώρα από σκιερά και προστατευμένα μέρη. Η Κρήτη δεσπόζει μέσα σε αυτά αν και δεν θα ξεκινήσω από εκεί αλλά από την Αθήνα. Τη δική σου, Στέφανε της Αθήνας, μεγάλε περιπατητή και ξεναγέ του ρόλου των ανθρώπων. Η Αθήνα με μετέφερε σε ένα τραίνο από το οποίο ευτυχώς ποτέ δεν βγήκα. Να γιατί όλα γίνονται τόσο γρήγορα, να και γιατί δεν θυμάμαι ποτέ να περπατάω μα να βλέπω. Στην Αθήνα πάντοτε μικρούλα φοβόμουν, δεν ήμουν ποτέ αυτό που έγινα μα ένα μικρό κομμένο κομμάτι του που το πήραν και το αγάπησαν και του έδειξαν την πόλη. Έπειτα η Κρήτη. Δεύτερη αλλά πάντα πρώτη γιατί δεν είχα κανέναν ενδοιασμό πια να υπάρξω. Χριστέ μου, πόσο ακαριαία αγαπήθηκα και πόσο μόνη δεν θα με αφήσει η αγάπη ποτέ! Ένας μικρός φακός είχε μπει κάτω από τα σκεπάσματα και περιεργαζόταν το δεκαεννιάχρονο σώμα μου. Τον άφησα να με λούσει τότε και το φως απλώθηκε και εγκαταστάθηκε στο νέο του, εσωτερικό μου, χώρο. Δεν ξέρω τι έγινε μέσα σε εκείνη τη σπηλιά από κουβέρτες και ένα στόμα που ζεστά ανάσαινε και εξερευνούσε τον γεωπολιτικό χάρτη του έρωτα. Δεν είδα τίποτε, διάβαζα ένα βιβλίο με τον νου μου καθώς το σώμα μου είχε παραδοθεί στην επιστήμη της αγάπης του κατόχου ενός φακού τσέπης. Έπειτα ξανά η Αθήνα, ξανά και ξανά η αγάπη κι ένας αντιστασιακός, ένας μεγάλος της γίγαντας που κουβαλούσε ένα αυτοκίνητο. Η αγάπη, εδώ, ήταν μια άλλη μορφή πέτρας. Ένας δυσδιάκριτος μα καθαρός σφραγιδόλιθος που μου επέτρεπε, πολύ σωστά, να έχω αγαπήσει και να αγαπώ και να ξαναγαπήσω ό,τι προλαβαίνω και μπορώ. Με πήρε και με έβαλε σε ένα χαρούμενο μέρος. Είχε σκοτωθεί ο αδερφός του κι υπήρχε μέσα του ένας πόνος τόσο μεγάλος, σαν κάτι που θα μπορούσε να τον καταχνιάσει, μα εκείνος αγέραστος, αξεπέραστος και ζωντανός δεν χρησιμοποίησε τίποτε από εκείνον, μόνο ζούσε επάξια τη ζωή και μου τη δίδασκε ως ένα πιάτο με αγαπημένο φαϊ, ως δέκα ώρες στο αυτοκίνητο για να έρθει σε εμένα, ως ένας ύψιστος τελικά καλλιτέχνης της ανασύνταξης και όχι της αυτολύπησης. Μέσα του έμαθα να μη λυπάμαι τίποτε και τίποτε να μη με λυπάται, ό,τι κι αν έγινε στη ζωή μου έπειτα έμαθα να συγκρατώ ένα παράξενο, ζωτικό κι αξιοπρεπές νήμα. Ύστερα η αγάπη ενός ατελείωτου χορού. Με παρέλαβε βηματιστά κάτι που με άφησε να μάθω τι κάνει κανείς όταν έχει ήδη φτάσει μακριά και πρέπει να συνεχίσει προς τα κάπου. Εκείνος, ένας πραγματικός μηχανισμός της νόησης και του εφησυχασμού, σε ένα σπίτι στο βουνό που η ατομική μα και αλληλοπαθής αγάπη εκτυλίχτηκε, μα και σε κάθε άλλο μέρος που απλωθήκαμε, είχε τον τρόπο να με αφήνει να είμαι και να είμαι και να είμαι. Με άφηνε όλη την ημέρα να είμαι κι εγώ ήμουν, δεν ξέρω τι. Μα είχα πια τη βεβαιότητα ότι είμαι μέσα σε κάθε τι που είχε περάσει και σε ό,τι ερχόταν. Κι ήρθε. Ήρθε πάλι η Κρήτη κι εγώ έτρεξα μέσα της σαν αχόρταγος γουρουνόπλαστος κύριος και έφαγα, έφαγα, έφυγα όσο ποτέ. Η αγάπη μου -ένας άντρας, ωραίος τεχνίτης, επικεφαλής των ταξιδιών, ένας πολύτιμος εκτιμητής, μυστικός πράκτορας της ονειροπόλησης και αγαθός δότης - είχε ένα μεγάλο όραμα κι εγώ το πραγματοποίησα γιατί το είδα. Έφτιαξα ό,τι καλύτερο μπορούσα να δημιουργήσω. Έναν βωμό. Άλλον έναν. Προσκύνημα των ανθρώπων και των όντων και των αντικειμένων που ξέρουν να προσκυνούν, ο βωμός της αγάπης αυτής, κι οι υποτελείς της εμείς, που την κατασκευάσαμε, τώρα και πάντα, αξιοθέατη, λάμπει κάπου. Έφτιαξα και επέστρεψα για να βιώσω τον χαμό μου μέσα σε εκείνο το όχι σκιερό, μα σκοτεινό μέρος που τόσο πολύ με θάμπωσε πρώτα με το φως . Τι φως Θεέ μου είχε, πού χάθηκε εκείνο το φως κι εγώ -πού χάθηκα εγώ; Δεν μπορώ Στέφανε, σήμερα να σου μιλήσω για αυτό, όχι σήμερα που ξεκίνησα να σου γράφω και να σε περιμένω μέσα σε έναν νέο, φωτεινό, πολύ φωτεινό και δροσερό ίσκιο γιατί πριν από αυτό, όπως και μετά μα ακόμα και μέσα σε αυτό το ερεβος η αγάπη δεν με εγκατέλειψε ποτέ. Όχι μόνο στα νέα της πρόσωπα μα και στα παλιά που έχουν πάντα το ολόγραμμά της, αυτό το ζωτικό ρεύμα, άκοπο και υγιές, ασυμβίβαστο και περίοπτο και ακατάλυτο. Ακαθαίρετο. Ακατάβλητο. Ο οπλισμένος από το χέρι μου ώμος του Τάσου δείχνει ό,τι σήμερα πολεμάω να καταγράψω και να σου πω, Στέφανε. Τι είμαι; Τι είναι κάτι που δεν υποφέρει πια; Γιατί δεν εκτοπίζεται ένα τοπίο; Δεν ξέρω τι να ετοιμάσω για τον ερχομό σου. Το άγχος με έχει κυριεύσει μα θα του επιβάλλω μια νέα, εξίσου άτακτη μορφή. Τον ενθουσιασμό μου που θα σε ξαναδώ, φίλε μου, ναέ της ευχαρίστησης και αποδέκτη της αγάπης που διαθέτω και για εσένα. Σε περιμένω, να καλοπεράσουμε και να φάμε, κρυφά περιμένοντας να μάθω οτιδήποτε εξαιρετικά γνωρίζεις για τη ζωή, τους ανθρώπους, τους βωμούς της αρχαιότητας και της πραγματικότητας, οτιδήποτε γνωρίζεις για εσένα, για εμένα. 


Άνια, προσμονή, Διοικητηρίου, 15/1/23