26.12.22

Δεν έγραψα ποτέ το τέλος, φοβάμαι να μπω εκεί μέσα Στέφανε όπου ζει κάτι το ανεξήγητα επικίνδυνο και εντελώς δικό μου, ένα πανηγύρι αυτογνωσίας που όμως ξέρω ότι καταλήγει στο ποδοπάτημα των συμμετεχόντων, των χιλιάδων δηλαδή διαφορετικών προσώπων μου που βασανίστηκαν κι έπειτα από ένα ξαφνικό εσωτερικό σεισμό τρέχουν να σωθούν πατώντας το ένα πάνω στο άλλο. Σίγουρα θα υπάρξουν επιζώντες. Μα πώς θα συνθέσω και πάλι τη μορφή μου όταν θα έχουμε μείνει τόσο λίγοι, τόσο μακάρια δυνατοί; Δεν γράφω Στέφανε γιατί τα χέρια μου προπορεύονται χωρίς το μυαλό μου να είναι απολύτως έτοιμο τόσο για νέες γνωριμίες όσο και παλιές συστάσεις κι έτσι στέκομαι μέσα σε αυτό το λίμπο στη διάρκεια του οποίου κι αν δεν έγραψα Στέφανε, αντιθέτως! Έγραψα ένα μικρό βιβλίο εξαιρετικής επιτυχίας! Σκηνοθέτες, άνθρωποι σπουδαίοι και μουσεία λαμβάνουν κι επικροτούν κάτι που έφτιαξα και που όπως όλα, με βρήκε από μόνο του, χωρίς ποτέ να το προσπαθήσω, χωρίς ποτέ να συμμετέχω στις γνωστές του κύκλου μου ρομποτικές μικροκινήσεις για ανέλιξη. Μα είναι τα γραπτά που δεν απευθύνονται σε εσένα κι αυτά γραπτά μου; Μήπως κρυφά κι εκείνα προς εσένα ήταν στραμμένα όταν δημιουργούσαν αυτή τη φαινομενική παύση, τη γεμάτη από λόγο μα άδεια από τον λόγο των γραμμάτων μας; Πάνω στην παλάμη του χεριού μου έχει εμφανιστεί ένα μαύρο κυκλικό στίγμα κι υποθέτω πως κάτι απλώς άνοιξε μια μικρή σχισμή μέσα στις βαριές (αντρικές!) δουλειές που κάνω και τώρα εγκιβωτίστηκε στη δερμάτινη βιτρίνα του χεριού μου ώστε εκείνο κι εγώ, εγώ κι εκείνο το ξένο κομμάτι να γίνουμε ένα αν το δεχτώ. Μα τι είναι αυτή η στρόγγυλη ελιά που έφτιαξε ένα ανεπαίσθητα εξογκωμένο σήμα στην αφή του άλλου μου χεριού όταν αυτό περνάει από πάνω του και στα τυφλά το αναγνωρίζει; Στα μπάζα που πέταξα από το διπλανό διαμέρισμα που βυθίστηκε σε εκείνη την απάνθρωπη φωτιά, βρήκα λιωμένα από το καμένο νερό της πυροσβεστικής χαρτιά. Είχαν γίνει μια ενωμένη βαριά λάσπη μα ξεχώριζαν κάποιες λέξεις κι ανήκαν στην Κέλλυ που για πάνω από μια ώρα έπειθα πως θα τη σώσω. Οι φλόγες ακουμπούσαν πότε πότε τα μαλλιά της που κρέμονταν μαζί με το γυμνό της σώμα στο κενό. Μα ανήκαν και σε εκείνον που πήδηξε από το μπαλκόνι του καθώς εγώ άνοιγα ως ανόητη από το δικό μου τα μακρινά μου χέρια να τον πιάσουν στον ακάλυπτο της νέας μου φρίκης και της δικής του τύχης να πέσει τελικά σε ένα στέγαστρο και να σωθεί. Είκοσι μέρες μετά κι ενώ έχω συνέλθει από τη βία του εμπρός μου ενδεχόμενου θανάτου, ο τοίχος του δωματίου μου έχει γίνει κίτρινος και μυρίζει χιλιάδες αποτσίγαρα καθώς προσπαθώ να κοιμηθώ πλάι του, έχοντας ποτίσει τη συνείδησή μου με μια ανείπωτη ανάμνηση στην οποία ενώ στάθηκα απερίσκεπτα δυναμική και σωτήρια, τώρα το μόνο που μου απονέμει είναι η διάρκεια. Πότε μια καταστροφή διήρκησε μόνο λιγάκι μέσα μου; Αποχαιρέτισα κάτω τα θύματα μέσα από τις μάσκες τους ξυπόλυτη και ανέβηκα ξανά στο δικό μου σπίτι που είχε γίνει κέντρο επιχειρήσεων με τα μαλλιά μου λασπωμένα από τη στάχτη και το σώμα μου ριγμένο σε έναν ρυθμό επιβίωσης από τον οποίο ως σήμερα δεν μπορεί τελείως να εξέλθει, κοίταξα γύρω κι είδα όλη την πιθανή φωτιά να αφαιρεί κι από εμένα την κτήση, τα εσώρουχα, τον φούρνο, το εργαστήρι μου και τα γραπτά μου, τις φωτογραφίες μου που θα έλιωναν με χαρά πυροδοτώντας νέες εστίες μάλιστα, τα ξερά μου λουλούδια κρατώντας ίσως τη μορφή τους όταν τώρα θα τα έβρισκαν ανέγγιχτα μα κατάμαυρα στο ίδιο βάζο, το κρεβάτι μου το στρώμα και το μαξιλάρι, τους καθρέφτες, το ενυδρείο που σπασμένο θα έσβηνε ένα πολύ μικρό της κομμάτι με τα ψάρια πνιγμένα στον καυτό αέρα και τέλος εμένα κάπου μέσα στους χώρους κι όχι έξω, όχι σώα, θύμα της αγάπης μου για αυτά, στην προσπάθειά μου να ξεχωρίσω τι θέλω να σώσω κι άρα να είμαι, καμένη.  

Όλες οι μορφές της επιτυχίας είναι ένα εντευκτήριο πολέμου. Πέρα από τους επιτήδειους που τις φθονούν επιθυμώντας να απολαύσουν κάτι για αυτούς νοητικά και χαρισματικά αδύνατο, μια μάταιη θέση μπροστά, είμαι κι εγώ ένας χαρακωματίας απέναντί μου, ένας, αντιθέτως, ξεκάθαρος κι όχι δειλός εχθρός μου που δεν έχει ομοίως κάτι να σφετεριστεί μεν, μα είναι εξίσου ανεγκέφαλος και ασθενής, ενάντιος στη φυσική μου ανάβαση, ένας παλιός μου γνώριμος που επιδίδεται, όπως εκείνοι, στην παρακολούθηση της ανόθευτης πορείας μου και επιθυμεί, για άλλους λόγους,  τη διάρρηξή της. Σε κάθε βήμα προς κάποια στέψη μια φωτιά - η φωτιά- καίει τα υπάρχοντά μου και με καθιστά, χριστιανικά σχεδόν, δίχως κεκτημένα ώστε να δοκιμαστώ εκ νέου στην αναγέννηση ή να παραιτηθώ πια από αυτήν την παράσταση της νόησης και να παραδοθώ στο τίποτε, στο καμένο μου σώμα το περήφανο ανάμεσα στην αλαζονεία των αντικειμένων που και καμένα ακόμη του ανήκουν.