10.11.22

Από μια άκρη του παλτού κράταγα 

τον πατέρα μου έπεφτε έπεφτε

ύστερε με αγκάλιασαν όλοι και κοιτάζαμε πέρα

ήταν παντού η θάλασσα όπως του Χαραλάμπη

(την αγάπη μου τη σκότωσα αλμυρή) 

σκότωσα ένα μικρό κομμάτι υφάσματος

που έμεινε στα χέρια μου

ο πατέρας μου πώς γίνεται τώρα

να  κάθεται πάνω μου πέφτω 

πόσο πολύ γελάμε

μπαμπά μου στο αμάξι 

τι σημαίνει η ερώτηση -αν τον χάνατε από πάντα; 

δεν χάνεται το κεφάλι μου

λουλουδάκια μου με ρίζες στα μαλλιά μου

και πόδια του που μυρίζετε κάλτσες είμαι θυμωμένη 

μαζί σας

ένα μάρμαρο πέφτει αντί για εμάς -πώς μπερδεύτηκα έτσι-

και κόβει εννιά ορόφους

πρέπει να πληρωθώ θέλω το χατίρι μου μα ένα μάτι 

γαλάζιο καρφώθηκε στον λαιμό μου

είναι εβραϊκό κι όμορφο κι εύχεται

να μην πέσω τι ύστερο! τι όμορφη 

γυναίκα που είμαι καθώς μεγαλώνω

μακραίνω και πατάω κάτω ένα πάτωμα

εγώ το σχεδίασα έτσι άφθαρτο παγωμένο

το έκανα να με κοιτάζει και να είναι κοντά

ένα ισόγειο σπίτι

καλεσμένοι

χωρίς έναν φόβο

ο μπαμπάς μου κοιμάται πίσω στο δωμάτιο