29.10.22

Εγώ ήξερα ποια είμαι.

Όταν οι άλλες έφυγαν χωρίς η Μαρία να έχει μοιράσει το τελευταίο πεντακοσάρικο που φρόντισε να εξασφαλίσει στα κάλαντα πηγαίνοντάς μας να τα πούμε σε μια θεία της ενώ εγώ προηγουμένως με δικαιοσύνη είχα μοιραστεί με όλες μας το χιλιάρικο του Βασίλη Καρά, γείτονά μου και πατέρα της Ειρήνης που παίζαμε κάτω στο πάρκο και στον οποίο κάθε χρόνο έλεγα τα κάλαντα -φροντίζοντας να ρίχνω κλεφτές ματιές στο πώς μπορεί να είναι το σπίτι ενός ανθρώπου που διαφέρει από εμάς τους άλλους- όταν λοιπόν αντιλήφθηκα ότι η Μαρία μας έκλεψε και μας αδίκησε είπα στον πατέρα μου να σταματήσει το αυτοκίνητο για να κατέβω να τρέξω να τις προλάβω. Τις πρόλαβα. Γύρισα πίσω με τις εκατόν εικοσιπέντε δραχμές μου στην τσέπη και τη γνώση ότι κάποιους ανθρώπους πρέπει να τους φέρνεις αντιμέτωπους με την κλεψιά τους, όχι γιατί πρόκειται να αλλάξουν αλλά γιατί πρέπει να ξέρουν πως δεν μπορούν να το κάνουν αυτό μαζί σου. Η Μαρία, ταραγμένη, δεν επέμεινε καθόλου, όπως αρχικά προετοιμάστηκα ότι θα κάνει, στο ότι τα λεφτά είναι δικά της και μόνο, βρήκε απλώς ένα ψέμα που θα την κάλυπτε τουλάχιστον μπροστά στις άλλες, ότι δήθεν το ξέχασε, κοιτώντας με με κάποιο τρόμο να δέχομαι χωρίς ενστάσεις την επιλογή της γιατί κατάλαβα πως δεν θα μπορούσα να βγάλω τίποτε από την επιμονή μου να υψώσω την αλήθεια, παρά μόνο χάος, περισσότερο ψέμα και ποτέ την ταπεινή παραδοχή από την ίδια αυτού που πραγματικά ήταν η Μαρία.  Ήμουν εννιά χρονών. Το δίκιο πλημμύρισε τη μικρή μου ψυχή και τότε αποφάσισα να το αναζητήσω. Μεγαλώνοντας έκανα συχνά το ίδιο. Μια φορά, στο πάρκο ένα πολύ μεγαλύτερο κορίτσι που έκανε πάντα φασαρίες με τα μικρότερα παιδιά και φυσικά λόγω της διάπλασής της κανείς δεν της αντιστεκόταν, έπιασε εμένα και τη φίλη μου τη Βάγια και μας τρομοκράτησε για κάτι που δεν θυμάμαι τώρα ότι κάναμε ή είπαμε και την είχε ενοχλήσει. Μας έβαλε πλάτη σε ένα ψηλό οριζόντιο σίδερο όπου η μέση μας τώρα είχε πιεστεί ώστε τα πρόσωπά μας να αποφεύγουν το πρόσωπό της που είχε κολλήσει πάνω στο δικό μας ζητώντας εξηγήσεις. Έσκυψα στη Βάγια και της είπα τρέχα. Η Βάγια το έκανε την ώρα που το κορίτσι είχε γυρίσει το ενδιαφέρον της σε μένα· είχα κάνει κάτι το ανήκουστο, μια σκευωρία μπροστά στα μάτια της. Τι της είπες, με ρώτησε πιέζοντας κι άλλο τη μέση μου η οποία είχε αρχίσει να λυγίζει επίπονα πάνω στο χοντρό σίδερο. Τότε ήταν στη μόδα μια φράση που μου ´ρθε άμεσα να της πω και το έκανα με ένα θάρρος απαράμιλλο για την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν: Γούστο μου, καπέλο μου και καμποϊλίκι μου! είπα και τα μάτια της θόλωσαν από τον θυμό, μια στιγμή που πάντα θα θυμάμαι κι ευχαριστήθηκα, λίγο πριν με σπρώξει δυνατά και η μέση μου μού δώσει έναν πόνο, που επίσης θα θυμάμαι, στο μικρό μου σώμα των δέκα μου χρόνων, ένας πόνος που άξιζε, που ήταν κάτι σαν τρόπαιο της αντίστασής μου, μια απόδειξη ότι είχα πει το σωστό πράγμα, ότι το κορίτσι που τα έβαζε με όλους και κέρδιζε είχε βρει σε εμένα κάτι το νέο, κάποιον που δεν τη φοβάται, κάτι που δεν ήξερε ως τότε τι είναι και γι’ αυτό δεν είπε τίποτε άλλο παρά έτρεξε μακριά στην κατεύθυνση που είχε χαθεί η Βάγια, δήθεν να την προλάβει κι αυτή μα την είδα να αλλάζει δρόμο και να πηγαίνει στο σπίτι της κι έκτοτε να μην ξαναενοχλεί ούτε εμένα μα ούτε και τη Βάγια, τη φίλη μου που είχα σώσει ίσως επηρεασμένη από κάποια ταινία. Το δίκιο -μια έννοια όχι πάντοτε απόλυτη στην απονομή της γιατί κάποιο δίκιο ίσως να είχε και το κορίτσι και η Μαρία να έρθουν σε αυτήν την κατάσταση να με κλέψουν ή να με χτυπήσουν, ενώ ήταν μικρά παιδιά, σαν εμένα, ανήμπορα ίσως να συνειδητοποιήσουν την επιλογή αυτή κυρίως γιατί δεν ήταν δική τους επιλογή να εκφράσουν έτσι τη λύπη ή τη σύγχυση που τους προκαλούσε η ζωή- είναι κάτι που με συγκινεί. Υπήρξα άδικη κι εγώ κι έκλεψα και μάλωσα αν και δεν χτύπησα ποτέ κανέναν. Έκλεψα κάποτε μια μικρή σφραγίδα από τη φίλη μου τη Βαγγελίτσα, είχα ζηλέψει τόσο πολύ το σχήμα της και δεν ξέρω τι με έπιασε και την έβαλα στην τσάντα μου και την έφερα σπίτι καταϊδρωμένη από τις ενοχές και τον φόβο της πιθανής ανακάλυψης, έτσι καταχώνιασα τη μικρή πράσινη σφραγίδα στην πάνινη τσάντα που είχα για το μπαλέτο τυλίγοντάς τη μέσα στο κόκκινο κορμάκι μου, μια κρυψώνα ανόητη και σπασμωδική γιατί λίγο πριν είχα κάνει ένα μεγάλο σφάλμα. Θέλοντας μάταια να ευχαριστηθώ το σχέδιο της σφραγίδας πήρα ένα χαρτί και το έβαλα πάνω στον θερμοσυσσωρευτή που είχε μια ωραία στιλπνή επιφάνεια και το σφράγισα όλο. Για κακή μου τύχη -η συνήθης τύχη του παραβάτη- μου ξέφυγε το αποτύπωμα πάνω στον θερμοσυσσωρευτή. Ο πανικός μου, που τον θυμάμαι σαν τώρα στα οχτώ μου χρόνια ζωής, ήταν καθηλωτικός. Το σάλιο μου δεν μπορούσε να βγάλει το χρώμα, το νερό το ίδιο, και η άγνοιά μου για τα υλικά με όπλισε με ένα μαχαίρι για το βούτυρο να ξύνω την επιφάνεια της συσκευής και να δημιουργώ ένα απίστευτο λάθος το οποίο όμως έκρυβε τουλάχιστον το αποτύπωμα της στάμπας, το αδίκημα που είχα διατελέσει. Η μητέρα μου το ίδιο απόγευμα βρήκε τη σφραγίδα και με έφερε μπροστά στην ευθύνη των πράξεών μου. Επέστρεψα τη σφραγίδα και δεν ξαναέκλεψα ποτέ, όχι γιατί φοβόμουν την αποκάλυψη, την ντροπή ή τον θυμό των γύρω μου. Ο πανικός και οι ενοχές μου ήταν εκείνα που αφόπλισαν την ανάγκη μου για κλέψιμο και που έκαναν κυρίως οποιαδήποτε ζήλια στη ζωή μου να αφανιστεί αφού οι στιγμές που πέρασα με αυτό το ξένο αντικείμενο στην κατοχή μου ήταν στιγμές παραλογισμού, δυσάρεστες και μοναχικές, στιγμές απελπισίας και καμίας ευχαρίστησης όπως ήλπιζα να έχω όταν πρωτοέβαλα τη σφραγίδα στην τσάντα μου. Η ζήλια με την οποία ήρθα αντιμέτωπη τόσο νωρίς, είναι κάτι τόσο διαβρωτικό που τη διαδρομή της τη διαισθάνθηκα τότε, εκείνη τη μέρα, μπαίνοντας για λίγο και ποτέ ξανά στην απεριόριστη διαστρέβλωση της μικρής και αδιαμόρφωτης προσωπικότητάς μου που κι όμως! κλονίστηκε κι έκανε μια τεράστια επιλογή. Δεν θέλησα ποτέ έκτοτε να είμαι ή να έχω κάτι που δεν ήταν ή δεν ήταν δίκαιο να γίνει δικό μου νομίζοντας πως δεν θα ξαναντικρίσω τον φθόνο, την κλεψιά, το άδικο ή το ψέμα αφού είχα αποφασίσει να μην τα πράξω εγώ. Και βέβαια τα συνάντησα, όχι τόσο όπως θα περίμενε κανείς στην παιδική μου ηλικία μα όταν πια μεγάλωσα και περίμενα πως κανείς δεν έχει τίποτα πια να αποδείξει σε κανέναν μα ούτε και να αποφασίσει να υποφέρει έτσι όπως υπέφερα εγώ πάνω από τον θερμοσυσσωρευτή μου. Ένα ένα τα γεγονότα είναι φριχτά κι όλα μαζί συμπράττουν σε ένα έργο συνεχές και άθλιο κι ενώ πολλές φορές βρίσκω πως δεν έχει νόημα, όπως τότε που ξεμπρόστιασα τη Μαρία, να τα απαριθμήσω μπροστά σε όλους, αντιθέτως βρίσκω άλλοτε το νόημα να μεταφέρω οπουδήποτε το μήνυμα ώστε να το ακούσει και εκείνο το κορίτσι που κάποτε ξεκίνησε γνωρίζοντας τι κάνει μα και που έχασε έπειτα κάθε συνείδηση των πράξεών του ώστε τώρα έχει γίνει αυτή η ίδια η παραμόρφωση της ζήλιας και της μίμησης, απαλλαγμένη από κάθε πιθανή επιστροφή σε ό,τι η ίδια μπορούσε να είναι, αυτούσια και καθαρή, ευσυνείδητη και ήσυχη. Όπως η σκιά μου, έτσι κι εκείνη -πάρεργο ώστε να αξίζει να μιλάω για αυτή την ίδια μα ταυτόχρονα κάτι που ανακινεί το αίσθημα της αλήθειας ή της δικαιοσύνης που με συγκινούν- με ακολούθησε σε μια πορεία αυτοδημιούργητη και βέβαια κατάφερε όπως οποιοσδήποτε εργατικός μίμος να την ανασυγκροτήσει σε μια όμως παρωδία, μια καθ’ ομοίωση ευτελή ανακατασκευή άσχημων εικόνων, άσχημων ποιημάτων, απαρηγόρητα άσχημων απομιμήσεων, μέσα στην οποία εξαρχής μα ως και τώρα παραβιάζει οποιοδήποτε ηθικό, εσωτερικό, εμπόδιο που θα μπορούσε να συγκρατήσει την ορμή του φθόνου. Μην μπορώντας πια να βασιστώ στην παύση που νόμιζα πως θα επέλθει με τα χρόνια και ανακαλύπτοντας πόσο ικανή είναι ακόμη και να λειτουργήσει δόλια τη στιγμή που ένας τρίτος άνθρωπος ίσως να πεθαίνει, θέλοντας να υφαρπάξει τον δικό μου ακούσιο συγκλονισμό και μέσα στην αλλοιωμένη συνείδησή της δικαιολογώντας φαντάζομαι τη χρονική στιγμή ως κάτι το τυχαίο μόνο και μόνο επειδή θα μπορούσε οποιοσδήποτε να πιστέψει ότι είναι τυχαίο -έτσι αλλοιώνεται η συνείδηση, έτσι λειτουργεί ο φθόνος και σε μετατρέπει, σε κάνει να μετράς τις πράξεις σου μόνο σε σχέση με το τι μπορεί να αποδειχθεί, ή τι μπορεί να μοιάζει με αλήθεια και όχι να είναι- μην μπορώντας πια λοιπόν να βασιστώ στην αυτογνωσία που ένας παθολογικός αντιγραφέας δεν διαθέτει, θυμάμαι τη Μαρία, τη Βάγια, τα κάλαντα, εμένα, τη ζήλια των παιδικών μου χρόνων. Δεν υπάρχει κάτι άσχημο στον κόσμο που δεν το κατανοώ όταν εκείνο πρώτα έχει κατανοήσει τον εαυτό του κι αν φτάνω να θυμώσω με κάτι λυπηρό είναι επειδή παραβιάζει κατ’ εξακολούθηση την προσωπική μου ζωή και εμφανίζεται συνεχώς μπροστά μου μαύρο και νοσηρό, επιζητώντας θλιβερά την προσοχή και κυρίως να προλάβει να είναι αυτό που είμαι. Μα ο θυμός μου περνάει και το μόνο που μένει κάποιες φορές είναι η επιθυμία για αποκάλυψη και κάθαρση -η οποία πάντα διερωτώμαι πώς γίνεται να μην τη φοβίζει τόσο ώστε να σταματήσει αυτό το παραλήρημα- κι ενίοτε ο τρόμος που νιώθω όταν μπαίνω στη θέση της και αντιλαμβάνομαι ως θύτης τι έχω κάνει πρώτα σε εμένα, ο τρόμος κι η θλίψη του να διαισθάνομαι πως δεν έχω τίποτε που να είναι απολύτως αληθινό. Απολύτως απολύτως αληθινό και δικό μου.

https://www.protothema.gr/blogs/elsa-barda/article/1021316