13.10.22
Στο μουσείο προτίμησα να μείνω απόμακρη, με τράβηξαν κοντά τους ωστόσο οι μικροί ξεχασμένοι διάδρομοι των ντοκουμέντων, γεμάτοι εκατέρωθεν με χαρτάκια και βιβλία που περιείχαν τις εξηγήσεις όλων των πραγμάτων, της καταγωγής των ιδεών και της γενικότερης και ειδικότερης καταγραφής η οποία δεν με ενδιέφερε ούτε γλωσσολογικά, ούτε εννοιολογικά, ήταν όμως η εικόνα τους, αυτή η συμπαγής χαρτοκολώνα -όλα μαζί τα τυπωμένα φύλλα έμοιαζαν από μακριά σαν ένα μεγάλο πουγκί χάρτινο κι αφυδατωμένο, με φως, με υπόσταση, με λόγια και υφές και χρόνο και με μάτια από μια κάθετη τζαμαρία πίσω μόνο τα δικά μου- που με πέταξε παράμερα σε αυτά τα κλειστά μικρά τούνελ τα οποία το γεμάτο κόσμο μουσείο διατηρούσε σε μια ασφαλή απόσταση από τα πραγματικά έργα. Ο Βαν Γκογκ, ο Πικάσο, ο Σαγκάλ βρίσκονταν υπό την αιγίδα των σπασμένων ματιών του Λάμπρου καθώς περνούσα κάθετα και τα έβλεπα να κοιτάζουν κάτι μικρές λεπτομέρειες, γυαλιά τα μάτια του αντανακλούσαν το χρώμα, κόκκινα μάτια, ζωηρά από την ελπίδα και τον συγκεντρωμένο του νου και σήκωνα με έναν ελαφρύ αέρα τις τρίχες των χεριών του, επίτηδες επιταχύνοντας την ακριβή στιγμή που βρισκόταν το χέρι μου σε άρση πλάι στο δικό του και το ίδιο μου πόδι μακριά πίσω κάπου να σπρώχνει το πάτωμα που δεν ήταν τίποτε περίτεχνο παρά μονάχα ο βατήρας μου ώστε να δηλώσω τη μακροχρόνια ένταση της αγάπης μου μα και να φτάσω αρκετά γρήγορα στην απομονωμένη, μοναχική θέση μου, την ενδιάμεση από κάθε κύρια αίθουσα, την αφημένη στο δικό μου μόνο έλεος και στην άτακτη σκέψη μου που ήθελε να κλέψει κάτι από εκεί μέσα, από το νεκροταφείο αυτό της τέχνης που με είχε κατά βάθος αποπροσανατολίσει και άρα συνεπάρει υποθέτω τώρα πια αφού στα μάτια του Λάμπρου καθώς περνούσα μια φορά είδα για μια στιγμή κι εμένα, ωραία και σύγχρονη, κάθετη σαν σχισμή με ένα παλτό να ιριδίζει μωβ, φτιάχνοντας μια γραμμή μέσα στη μαύρη του κόρη που φαινόταν να θαυμάζει τώρα εξίσου κι εμένα.