12.9.22

Δεν ήταν έτσι όπως μου είχαν πει. 

Αυτός ο ύπνος όπως τον περιέγραφαν όλοι, εκείνοι που πριν από εμένα είχαν βρεθεί στη θέση μου, αυτή την ακανόνιστη, χοντροειδή πλευρά όπου τελικά φάνηκε σε όλους πως κοιμήθηκα, ήταν μία σφαγή της συνείδησής μου, μια άρση ενός λάθος εξαρτήματος μέσα στη μηχανή του αυτοκινήτου μου όταν εκείνο με εμένα μέσα του τρέχει ιλιγγιωδώς λίγο πριν η εκτόξευση αυτή ενός τόσο μικρού μέρους του το κάνει στριγγλισμένα να ακινητοποιηθεί. Ένιωσα το κάθε ολόμικρο δευτερόλεπτο πριν μπω στο κενό. Το σώμα μου πρώτο αναγνώρισε την πικρή γεύση πριν αυτή έρθει στο στόμα μου καίγοντας πίσω της τη διαδρομή κι όταν πέρασε στο κεφάλι μου, η εξέγερσή μου λίγο πριν χάσω τον έλεγχο της ζωής ήταν μια δυνατή μα καταδικασμένη κραυγή καθώς ελάχιστα έπειτα κόπηκε ο χρόνος, έκλεισαν οι ευθύνες μου και η μνήμη μου εγκλωβίστηκε σε ένα ανύπαρκτο σημείο που διαρκούσε και διαρκούσε σαν να ήταν ίσως αυτή η κανονική μέτρηση κι εγώ είχα δόλια εξαπατηθεί. Δεν νύσταξα. Δεν ένιωσα τίποτε που να μοιάζει με το γλυκό πέρασμα στον ύπνο, αντιθέτως παραδόθηκα βίαια στον χαμό μου, θλιμμένη για την ατονία της αντίστασης μου σε κάτι τόσο καθολικό. Δεν ήταν έπειτα ο πόνος που δεν με άφησε να κοιμηθώ κι όταν πήγε εφτά η ώρα το πρωί και ήρθαν να με ξυπνήσουν, ενοχλημένοι με το ότι δεν με βρήκαν όπως επιβαλλόταν να κοιμάμαι και που δεν είχα ζητήσει ένα υπνωτικό, εγώ, μέσα στη ρεβάνς μου, δεν προσπάθησα να τους εξηγήσω την αποφασιστικότητά μου να ανακτήσω τον κομμένο χρόνο, να συνηθίσω την τρωτότητά μου και να εκδράμω ταυτόχρονα από τη συμφωνία μας, αφού πρώτη είχε από εκείνους, και άλλους και όλους αθετηθεί.