16.8.22

Είναι κι εκείνος εδώ μαζί μου, κάτι που σκόπιμα δεν σου είπα, κάποιες στιγμές καθώς τον κοιτάζω κι ενώ έχει πει κάτι πολύ αστείο η ψυχή μου κόβεται στη μέση, η μισή ξεκαρδίζεται κι η άλλη μισή παγώνει, αυτό το μυστήριο σύμπλεγμα κατανόησα προ ολίγου όταν είδα πως κάτω από το νύχι μου που ξεφλουδίζεται υπάρχει ένα πανομοιότυπο νύχι, η λακκούβα μονάχα μαρτυρά πως κάτι εδώ ίσως να μην πήγε καλά, κάτι εδώ έφυγε, κάτι ίσως να λείπει, παρ´ όλ’ αυτά έχω νύχι και λειτουργεί καλά και ξύνει, έτσι το κατάλαβα, αυτό, πως δηλαδή τώρα πια εκείνος είναι ένα άλλο νύχι, μια άλλη μορφή νέα μα απαράλλαχτη, αλλαγμένη μα ίδια και πως εγώ το μόνο που θα πρέπει να προσέχω είναι κάτι που σκόπιμα και πάλι δεν ανέφερα γιατί αργά ή γρήγορα κάθε εξήγηση και παράδειγμα καταρρέουν μπροστά μου όταν προσπαθώ να καταλάβω κι αυτό είναι η πιθανότητα το νύχι μου να μην είναι όσο γερό ήταν αφού του λείπει μια στρώση και να σπάσει! ναι αυτό νόμιζα πως θα πρέπει να προσέχω ώσπου να στο γράψω και να θυμηθώ πως κάτι που έσπασε δεν μπορεί να ξανασπάσει και κάπου εδώ βγάζοντας το μυαλό μου από τον κύκλο και επιστρέφοντας σε μια ηρεμία που έχω κατακτήσει πολύ πριν έρθω στο νησί και που εδώ απλώς την επιβεβαίωσα, θα σου γράψω για ό,τι συγκεχυμένα αλλά καθαρά νιώθω. 

Δεν με νοιάζει πια να επιμείνω σε ό,τι ήμουν σίγουρη πως είμαι, να κάτι που δεν θα έκανα ποτέ, αυτό είναι η νέα μου δύναμη, την απέκτησα σχετικά πρόσφατα και το μόνο που έχω να κάνω είναι να πέφτω έξω στις προβλέψεις μου, αν ήξερες τι ικανοποίηση μου δίνει το να κάνω κάτι άλλο από αυτό που περίμενα, για παράδειγμα είμαι τόσο ελεύθερη από εμένα που τις προάλλες όταν κάποιος κόντεψε να με χτυπήσει άσχημα με το αμάξι του αντί να θυμώσω ή τέλος πάντων με κάποιο τρόπο να σοκαριστώ εμένα μ’ έπιασαν τα γέλια, έτσι δεν περιμένω τίποτε πια να είναι ίδιο με πριν μα ούτε διαφορετικό και δεν φοβάμαι πως κάτι μπορεί να σπάσει πια, όχι δεν φοβάμαι αυτό που σου έγραψα, απλώς παρασύρθηκα από την αγαπημένη μου γραφή και τη λογική της, δεν φοβάμαι το σπάσιμο, το τράνταγμα, τη λακκούβα, την παρέκκλιση, τη διάλυση, την αποκόλληση, δεν φοβάμαι τίποτε αποκρουστικό γιατί δεν υπάρχει τίποτε που να μην ξέρω γι’ αυτό. 

Στην κάθετη εγκατάλειψή μου των πραγμάτων από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου και στην ευκαιρία που δεν έδωσα σε τίποτα και κανέναν αφότου διαλυθεί να ανασυσταθεί, θυμάμαι κάποιες εξαιρέσεις όπως εκείνη της φίλης μου στο δημοτικό Ευγενίας που ένιωσε την ανάγκη στο διάλειμμα της τετάρτης δημοτικού να μου αποκαλύψει πως τα παπούτσια της και η ομπρέλα της και διάφορα άλλα αντικείμενα είναι ίδια με τα δικά μου όχι κατά τύχη όπως χαρούμενη πίστευα για το ίδιο μας γούστο και τη μοιραία για τη σπουδαία φιλία μας σύμπτωση αλλά επειδή όπως είπε, κοιτώντας όχι εμένα αλλά έξω από τα κάγκελα του παραθύρου, με ζήλευε και καθώς την καθησύχαζα πως δεν με πειράζει τίποτε από όσα μου λέει, εκείνη επέμεινε και γύρισε να με κοιτάξει με ένα βλέμμα άδικο και άγνωστο λέγοντάς μου ότι δεν καταλαβαίνω πόσο πολύ με ζήλευε κι έφυγε απότομα να μπει μέσα στην τάξη, έκτοτε θυμάμαι να λιγοστεύουν οι συναντήσεις μας και να κάνω παρέα με τη Νίκη, ένα κορίτσι αγαθό και δοτικό με την οποία χόρευα και περνούσα καλά ξεχνώντας την Ευγενία και το μανούρι που έτρωγα στο σπίτι της, τα κατσαρά της μαλλιά που έβαζε πίσω από τα αυτιά της, τα σιδεράκια της και τα ίσια της πόδια, τη φίλη μου που επέμενε να την εγκαταλείψω, κι άλλον έναν θυμάμαι να γλιτώνει από τη σιγουριά μου στα δεκαέξι μου χρόνια όπου γύρισε κλαίγοντας να μου ζητήσει να τον συγχωρήσω και να τον δεχτώ πίσω για να κάνει έπειτα από λίγο ακριβώς το ίδιο πράγμα που πριν έξι μήνες με είχε συνταράξει, εμένα, μια νεοσύστατη γυναίκα στον πρώτο της ανήλικο έρωτα, θυμάμαι σαν τώρα την απελπισία εκείνων των ημερών και τη θλίψη, μια γνωριμία που δεν έγινε τότε αλλά που κάθε φορά ήταν κάτι σαν reunion, επανένωση, συνάντηση των μεγάλων δυνάμεων, εμού κι εκείνης και τον δέχτηκα πίσω τον Βαγγέλη, τον πρώτο μου έρωτα, παρέκκλινα από την πορεία μου, όπως θέλησα να κάνω και με την Ευγενία, δεν θυμάμαι άλλους τώρα, θυμάμαι μόνο τους υπόλοιπους ως πρόσφατα που άφηνα χωρίς η ίδια να έχω ακόμη την απαιτούμενη επίγνωση και χωρίς εκείνοι ποτέ να φανταστούν πως κάτι τέτοιο πρόκειται σύντομα ή και όχι να γίνει, να φύγω μια για πάντα χωρίς να υπάρχει η λογική, διαλλακτική και ανθρώπινη δυνατότητα να με μεταπείσουν, να πουν αυτά που θέλουν τόσο πολύ να πουν, να δουν στο πρόσωπό μου, στη φωνή μια ελπίδα, μια ρωγμή, ένα αμφίβολο κενό, κάτι που θα δώσει την ευκαιρία να μπορέσουν να ανακαλέσουν την απόφασή μου που ναι μεν θυμάμαι πως ήταν βάσιμη αλλά ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ήταν τόσο ισχυρή ώστε να αποκόπτει κάθε άνθρωπό μου από τις γνωστές δυνάμεις του.

Σήμερα, είναι κι εκείνος εδώ μαζί μου, θέλει να είναι μαζί μου κι εγώ θέλω να αφήσω τις δυνάμεις μου να ξεκουραστούν, κοιμάμαι ως αργά, τρώω πολύ και κοιτάζω την άγρια νότια θάλασσα, οι αναμνήσεις μου από εδώ είναι πανίσχυρες και με παρασέρνουν εμένα την ανίσχυρη πια προς όπου εκείνες θέλουν, είναι ωραίες οι νοητές μετακινήσεις μου προς το χωριό ή προς την πόλη, θυμάμαι το τάβλι, τον ήχο, τη νίκη στον διαγωνισμό, το φτέρνισμα της ηλίασης, την τούρτα, τους ανθρώπους με τους οποίους πάντα κάτι ακλόνητο κι αχανές θα με δένει και εκείνος είναι εδώ, γιατί δεν πιστεύω πια πως δεν πρέπει να είναι.


Άνια προς ακλόνητο Στέφανο.