14.8.22

 Στέφανε, 

μετρώ τις μέρες για τα γενέθλιά μου. Έρχονται οι φίλοι μου να με γιορτάσουν εδώ σε αυτό το μικρό παλάτι, ένα σχεδόν σπίτι που μέσα του ακμάζω και σου γράφω αυτό το γράμμα. Χτες με μια τσάπα έκοψα όλα τα χόρτα της αυλής, εδώ στην Κρήτη τα φυτά είναι διαφορετικά, ομολογώ ότι δυσκολεύτηκα να συμπεριφερθώ έμπειρα και να ξεπατώσω εκείνα που πρέπει αφήνοντας ενδιάμεσα τα κατάλληλα να απλώσουν. Μαθαίνοντας  και την ταπεινότερη βλάστηση κάτω από τη βλάστηση του νησιού αυτού εκ νέου, θυμάμαι τον μικρό μου κήπο στην ταράτσα του σπιτιού που νοίκιαζα στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου και που εγκατέλειψα τόσο βιαστικά σαν να μην είχα αγαπήσει τίποτα. Κάθε μέρα για τον επόμενο χρόνο και σε στιγμές που δεν θα περίμενε κανείς να τον κατακλύζουν εικόνες της πρότερης ζωής του, καθώς για παράδειγμα γελούσα ή έπαιρνα παραγγελία στο μπαρ, εικόνες από αυτόν τον κήπο, το σπίτι, τον πάνω όροφο με τα δωμάτια, τον κάτω όροφο με το τετρακοσίων ετών πάτωμά του, αλλά και από το πεζοδρόμιο έξω, από τους απέναντι, από μια γάτα, μια βρύση, ένα άλλο γέλιο, μια γιορτή σε μια άλλη ταράτσα, έναν χορό κι ένα πιάτο ρύζι που πέφτει, έναν αέρα που δεν σταματά να παίρνει κάτι και να φέρνει κάτι άλλο, εικόνες από τη γιαγιά, τον παππού, εμένα να φεύγω και να φεύγω, πάντα να φεύγω πριν να είναι αργά, εικόνες τέτοιες σαν αστραπή φώτιζαν ανελέητα τον νου μου σε όποιο σημείο κι αν εκείνος βρισκόταν και έφευγαν όσο απότομα ήρθαν αφήνοντάς με σε ένα τώρα περιγραφικό κι όχι αληθινό, υπαρκτό αλλά όχι ακέραιο. Ένας χρόνος πέρασε για να ξεθωριάσει το νησί και ό,τι είχα φτιάξει εκεί κι ας ήταν δική μου η απόφαση να φύγω και να μην ξαναγυρίσω ούτε για να πάρω τα πράγματά μου. Λίγους μήνες αφότου έφυγα, δεκαέξι κούτες και δυο βαλίτσες κατέφθασαν στη Θεσσαλονίκη. Τα πράγματά μου. Κι όμως είχα ήδη ξεχάσει πώς μοιάζουν τα δικά μου πράγματα κι εκείνα είχαν ξεχάσει να είναι κάτι παραπάνω από πράγματα κι ήταν το ίδιο ανέκφραστα με μένα καθώς τα αντίκριζα ένα ένα και προσπαθούσα να τα επαναπροσδιορίσω. Ένας ολόκληρος χρόνος παρεμβολών και παράσιτων. Κι έπειτα ξέχασα. Τους ξέχασα όλους. Νόμιζα ότι ξέχασα.

Άνια, σήμερα, προς Στέφανο, γνωρίζοντας πια πως δεν έχει τίποτα να ξεχάσει