10.1.22

Μια μέρα δεν έβλεπα τίποτα

ή ίσως και να 'βλεπα 

όλο το φως

Ο Νίκος ήταν μισός καθώς έτρωγε

κι εγώ δεν τον τρόμαξα 

είπα απλώς

πως θα πάω μια βόλτα

Έξω τώρα στη νύχτα μετρούσα τα βήματά μου

Όταν είσαι τυφλός σκέφτηκα

δεν φοβάσαι πια τίποτε υπαρκτό

Η όρασή μου 

είχε πλέον περιοριστεί στα χέρια μου

Έβλεπα μόνο τα χέρια μου σαν νερά

που κυλούσαν κάθετα

Ό,τι άλλο ήξερα είχε βαλθεί σκοτεινά να φέγγει

Έτρεμε η σκέψη μου έτρεμε

η μορφή μου έτρεμαν

όλοι

κι εγώ δεν ήλπισα

να τελειώσουν τα πάντα

πριν τρελαθώ

γιατί έχει λογική να μη βλέπεις

κάτι τόσο άσχημο

Είναι απολύτως συναφής

η τύφλωση με τον Λάμπρο

αυτόν τον μπόμπιρα που εξευγενίστηκε

και μου κάρφωσε τα μάτια

Ποιος είναι αυτός θα αναρωτηθεί κανείς

μέσα σε ένα ποίημα και ποιος είναι ο άλλος που τρώει

Κανείς δεν είμαστε κανένας

Αυτή ήταν μια ιστορία που απλώς συνέβη 

προχτές

για λίγο 

ή για πάντα

εξαφανίστηκα