12.9.20
το βράδυ που έχασες τα λογικά μου
κι η πίτσα ψηνόταν
και τα χρήματα γίνονταν χαρτιά στον τοίχο
είπα πως ο κόσμος αυτός δεν έχει τίποτα πια
άξιο πέρα από τα τελευταία αυτά τραγούδια
που θέλησα να ακούσω
τα 'βαλα με τη σειρά 
κι ύστερα πάλι απ' την αρχή
κι ύστερα άνοιξες την πόρτα μου
κι άφησες ένα κομμάτι πίτσα
κάνοντας νοήματα μέσα στη διαπασών πως πρέπει
μάλλον να σταματήσω αυτήν την τρέλα
δεν ήξερες ακόμη πως με είχες εξαπατήσει
μα κι εγώ ακόμη δεν ήξερα το πόσο
πέταξα τότε τα λουλούδια που είχα φορέσει
τις δαντέλες μου
τα κόκκινα στρόγγυλα μάγουλα και τις γραμμές
των ματιών μου βαμμένες
όλη μου τη μαχητική αυτή στολή ενάντια 
στην πραγματικότητα έβγαλα
κι έφυγα στην πόλη 
μη γνωρίζοντας αν περπατώ πάνω σε ανθρώπους
κι αν κοιτώ τα μάτια των δρόμων
ο αέρας υπήρχε κι εγώ τον ανάσαινα
αλλά τότε αν με ρώταγε κάποιος
κυρία μου αναπνέετε;
θα έλεγα κύριε
δεν πάτε καλά, ο αέρας τελείωσε πριν λίγες ώρες
κι έκτοτε έχω ένα πρόσωπο κομματιασμένο
το μυαλό μου μπήκε νομίζω
πάλι στη θέση του
δεν τρελάθηκα όπως όλα δείχναν
μα κάτι έχει πάρει τη μορφή μου
και προχωρά στα πόδια μου
και μιλάει στο στόμα μου
και γράφει για πράδειγμα αυτό το ποίημα
σαν να ήταν κάτι το εύκολο η επιβίωση
ή σαν να επιβίωσα 
επειδή μονάχα στέκομαι
εδώ
μπροστά σας