18.2.20
Αν και ο γλυκός ανέφελος καιρός Χαμογελά ξανά στην κομητεία της καρδιάς σου Και τα χρώματά της επιστρέφουν, η καταιγίδα σ’ έχει αλλάξει— Δε θα ξεχάσεις, ποτέ, Που η σκοτεινιά έσβηνε την ελπίδα, η θύελλα Προφήτευε την πτώση σου. Πρέπει να ζήσεις με τη γνώση σου. Πολύ πίσω, πέρα, έξω από σένα, υπάρχουν άλλοι, Σε απουσίες ασέληνες που δεν έχεις ακουστά, Αυτοί όμως έχουν σίγουρα ακουστά εσένα, Υπάρξεις άγνωστου αριθμού και φύλου: Και δε σε συμπαθούν. Μα τι τους έχεις κάνει; Τίποτα; Το τίποτα δεν είν’ απάντηση: Θα φτάσεις να πιστέψεις –γίνεται αλλιώς;– Πως ναι, αληθινά, τους έχεις κάνει κάτι· Θα εύχεσαι να μπορούσες να τους κάνεις να γελάσουν, Θα λαχταράς τη φιλία τους. Δε θα υπάρξει ειρήνη. Χτύπα και συ λοιπόν, με όσο θάρρος έχεις Και μ’ όποιο κόλπο άτιμο κι αν ξέρεις, Καθαρός στη συνείδησή σου σ’ αυτό: Ο σκοπός τους, αν ποτέ είχαν, δεν υπάρχει πια· Μισούν για να μισούν.