15.7.19
Σε είδα
στον ύπνο μου
είχες γένια μέχρι και πάνω στη μύτη σου
έμενες ψηλά
σ´ ένα σπίτι με
πλακάκια και μάρμαρα
πολλά δωμάτια
κι ένα μπαλκόνι
με παιδιά του γείτονα
ήταν κι η μάνα μου εκεί
έτρεχε γυμνή να ντυθεί και να πρόλάβει
κάτι άλλο
αφού πριν σου μίλησε για την αλήθεια
κι εσύ τώρα
καθόσουν και μου ζήταγες να δώσω ένα τέλος
γιατί η ζωή ήταν μια σκιά
γιατί κανείς δεν μπορεί
να δει καλά μέσα σ´ αυτόν τον κλειστό χώρο
κι εγώ ξύπνησα κι έγραψα για σένα
και τα σκληρά σου γένια
τα σπίτια σου
που μέσα τους
συντηρείς εμένα
ως και τη μάνα μου
έγραψα για το πάτωμα
και ξέχασα να πω πώς έλαμπε
γιατί μέσα κάποια που ήξερε μόνο
να καθαρίζει καθάριζε
ξέχασα το μπαλόνι
στο ταβάνι
που έμοιαζε να θέλει να ανοίξει
μια τρύπα
αλλά θυμήθηκα να γράψω
για το τέλος
ένα τέλος στο οποίο
υπήρξες και μίλησες
επιτέλους κι είπες κάτι όπως
-ας σταμάταγαν όλα
δεν υπάρχει λόγος να υπάρχουν
συνφώνησα πριν ξυπνήσω
γιατί πάντα συμφωνούσαμε
και γιατί είδα πως ήσουν κουρασμένος
με μια πετσέτα
γύρω από τη μέση σου
που πρόδιδε τα χρόνια
και την άφεση
αμαρτιών