26.6.19
τώρα που η τύχη σου σ´ έφερε στη θάλασσα κι η ανάμνησή μας είναι σαν άγρια χορτάρια, θυμάμαι τον ασήκωτο έρωτα και τη δύναμη μας να κουβαλήσουμε το βάρος με υπομονή που έμοιαζε σαν παρηγοριά και ένα θάρρος πρωτοπόρο, ο πατέρας σου φώναζε κάτι ανάποδο κι η μητέρα μου πόσο σ´ αγαπούσε ενώ εμείς ήμασταν πιο πάνω καθιστοί σε έναν κίονα που ξεπερνάει τα καθιερωμένα ύψη και δεν κοιτάζαμε κάτω γιατί ήταν όλοι πολύ μικροί κι όταν φοβήθηκες για το μέλλον που ίσως δεν μας είχε μαζί ακούστηκε ένα τεράστιο σύσσωμο γέλιο της ανθρωπότητας που δεν πιστεύει στα λάθη καθώς κι ένας οξύς ήχος από ένα νόμισμα που έπεσε κι έδειχνε γράμματα αντί για κεφάλι οπότε και κάναμε ό,τι έδειξε η τύχη σου που σ´ έφερε στη θάλασσα ενώ η ανάμνησή μας είναι χόρτα με μια άγρια ρίζα που δεν ξεπατώνεται κι εγώ αυτό το ξέρω με αποτέλεσμα να τα αγαπώ τα επίμονα αγριόχορτα, που βέβαια αν τους ρίξεις δηλητήριο χάνονται για λίγο, πολύ λίγο ώσπου ξαναβγαίνουν σαν να ´ταν στόματα και να λέγανε νομίζατε πως μπορείτε να μας ξεπαστρέψετε; είμαστε αθάνατα, γιατί αθάνατη είναι η πηγή της μνήμης μας που μοιάζει με πόλη που μοιάζει με δάκρυα που μοιάζουν με πολλά φύλλα σαν σεντόνια που μπορούν ανά πάσα στιγμή να μας σκεπάσουν και καθώς καλώ τη λογική να επικρατήσει εκείνη δίνει τη θέση της στα λόγια σου που με κάλεσαν στο τηλέφωνο να αποχωρήσουμε μαζί από την κανονικότητα πολύ μετά τη διάλυση της θνητής μας σχέσης κι εφόσον είχες δει την ταινία ταξίδι στην άγρια φύση που ο ήρωάς σου άφηνε τα κοινά για να ζήσει μόνος κι ούτε αυτό σε έκανε να μην σκεφτείς εμένα πάντα πλάι σου και τα άγρια χορτάρια μας που όταν φιλιόμαστε κι όταν προχωράμε κι όσο ζούμε μας πνίγουν.