15.11.18
Αυτό που θα ήθελα απόψε να πω είναι ότι όλα όσα λέει κανείς μπορούν πολύ εύκολα και απόλυτα να είναι τα μεγαλύτερα ψέματα του κόσμου. Μπορούν αυτά τα ψέματα, έπειτα, να κατακλύσουν την ψυχή του ψεύτη και των αναγνωστών του. Ο ψεύτης σκέφτεται "Φτηνά τη γλιτώσαμε. Μάλλον είμαι ευτυχισμένος". Οι αναγνώστες σκέφτονται "Επιτέλους, ο συγγραφέας βρήκε αυτό που έψαχνε, είναι ευτυχισμένος!". Κι εγώ ως ένας βράχος, μια περαστική, μια επιβάτης του τραίνου, εγώ, μια ανάμνηση που παγώνει την ψυχή του συγγραφέα, ξέρω την αλήθεια, τη μοναδική αλήθεια, τη δυνατή αλήθεια. Ο συγγραφέας δεν άντεξε πια να είναι ο εαυτός του κι άλλο δεν άντεξε οι άλλοι να είναι οι άλλοι. Άλλο δεν άντεξε τη νοσταλγία και την αμφιβολία. Σκέφτηκε ο συγγραφέας "Μήπως να φύγω μέσα στη βροχή;" και δεν έφυγε βεβαίως. Δεν έφυγε. Έμεινε. Γέννησε ιδέες; Δε γέννησε. Γέννησε τον εαυτό του; Δεν τον γέννησε. Κι εγώ ως ένας χάρτης, μια απόφαση, ένα σπίτι, εγώ ως εγώ υπόσχομαι να μην αποκρύψω την αλήθεια. Μπορεί να κάνει κρύο. Δε θα αποκρύψω την αλήθεια ώστε να ζεσταθούμε λιγάκι εδώ μέσα. Μπορεί να υπάρχει ένας βαθύς πόνος. Δε θα αποκρύψω την αλήθεια για να φύγει ο πόνος μακριά, μακάρι να 'φευγε. Μπορεί εγώ να βαρεθώ να είμαι εγώ. Στην πραγματικότητα είναι σχεδόν αδύνατο εγώ να συνεχίσω να είμαι εγώ για πολύ ακόμη. Ως απόκληρη του εαυτού μου, ακόμη κι έτσι, δε θα του επιτρέψω να εισάγει στον κόσμο έναν νέο άνθρωπο, σκοτεινό, που θα υπηρετεί το καθήκον του. Το καθήκον του θα είναι να ανακουφίσει την ύπαρξή μου! Τι άσχημο! Τι άσχημο γεγονός! Ποθώ τον εαυτό μου. Ανυπομονώ να ξαναγεννηθώ ένα πρωί που θα περπατάω στον δρόμο, ένα βράδυ που θα κάθομαι στην πολυθρόνα μου. Θα ξαναγεννηθώ όποτε οι περιστάσεις το καταστήσουν αναγκαίο, ευθύς αμέσως! Φοβού τους ανθρώπους (και τους έρωτες μην ξεχνάμε) που ποτέ δεν ξαναγεννήθηκαν! Φοβού εσύ καημένε αναγνώστη και τους έρωτες που δεν πέθαναν. Δεν πέθαναν.