9.4.17
Εκείνος ο τρελός
καθόταν
σε κάποια γωνία
όσο εγώ σκούπιζα
φύλλα
και φτερά πουλιών
Ποτέ δεν του άρεσαν τα πουλιά
κι έτσι  έπρεπε να μη μείνει
τίποτα ως το βράδυ
που το μαγαζί άνοιγε
κι ο κόσμος ερχόταν
κάτι να πιει
και να φάει
Τα ετοίμαζα όλα εγώ
ρακές, μπύρες, γιαουρτλού κεμπάπ
συχνά έρχονταν κι οι φίλοι μου
το ένα τους μάτι ήταν στην μπύρα τους
και τ' άλλλο πάνω μου μην
κάτι και συμβεί
Μια νύχτα λοιπόν το αφεντικό
αποτρελάθηκε
άρχισε να πετάει σουτζουκάκια
σε μένα και την έξτρα κοπέλα
του Σαββάτου
μάλιστα εκείνη αντεπιτέθηκε
κι αυτός της δάγκωσε το αυτί
εγώ είχα κιόλας φύγει
ο αέρας φύσαγε πάντα σ' εκείνη τη γωνία
του νησιού
μανιασμένα και τώρα με πήγαινε
στην πόρτα του
Αλέξανδρου
που μ' έβλεπε απ'το μεγάλο παράθυρο
κι άνοιγε πριν φτάσω
κρατώντας ένα ακόμη βιβλίο
Παρηγοριά στην άκρη του κόσμου
τα αραχνιασμένα δώρα του