3.4.17
τι απόγινε η ομορφιά
της πλάγιας όψης
κι ο αόριστος φράχτης;
προσέχεις τον μικρό σου αδερφό;
προσέχεις τις εχθρικές
αντιερωτικές κινήσεις;
προσέχεις τα μάτια σου τα δυο;
κοιμούνται ανοιχτά αυτά
και βάζουν όπισθεν
κατά της διάρκεια της προσευχής
άσπρες κόρες
μαύρα νύχια συναντάν
μαύρα νύχια και
διπλώνονται
σ' ένα προκλητικό σφίξιμο
"εύχομαι χριστούλη μου
να μ' έχεις πάντα καλά
αφού πριν δεν το έκανες
διόλου"
η τελευταία θεϊκή ευκαιρία κατεβαίνει
τα σκαλιά
με τα πρωινά σκουπίδια
σε μια έκρηξη
βρώμας και πίστης
το γυμνό σώμα κοιμάται
είναι ένα άδικημένο σώμα αφού
δεν αγαπήθηκε όπως άλλα
ένα στήθος όμως
είναι πάντα επιθυμητό
απ' τον πελάτη
ο πελάτης
περπατάει εξίσου προς τα πίσω
έτσι
πατάει το στήθος
πατάει τη νεκρή γυναίκα
κι έπειτα ξεμακραίνει
γιατί δεν έφταιγε
-εδώ συμφωνού όλοι
και συμβουλεύουν:
Συνέχισε έτσι, φίλε!-
καταθλιπτική οπισθοχώρηση
ενός φαινομένου
"Ξέρεις όλοι θαυμάζουν την ομορφιά
που φέρνεις
στα ρεστοράν
από τον σεφ μέχρις εμένα
τον σκοτεινό πλύστη.
Πάρε τώρα ετούτα τα σουβλάκια
και πήγαινέ τα
εκεί που είναι
να τα πας άγγελε των διαφορών μας φύγε!
Φύγε!"
και φέυγουν τα πόδια μου ανάποδα
παν τα φαγητά
πίσω
πίσω
στον πελάτη
στο στήθος
στο σώμα με τις άδειες
τσέπες
που τρομάζει στην έκπληξη
που δεν αδικήθηκε αρκετά
που είναι αναγκαίο
τώρα πια
να παύσει