10.3.17
φοβούμενη τον ίδιο τον τρόμο
περπατώ περπατώ
εις τον δρόμο
θεοσκότεινος
και παλαβός
οι λαβές τρίζουν
το παραμυθάκι δεν διαβάζεται
από κανέναν
οι γραμμές είναι ευθείες
και άσπρες κι εγώ
είμαι μαύρη
και στραβή
η πόρωση είναι κάτι το άγνωστο
άγνωστοι αι βουλαί μου
άγνωστος ο γνώστης του δίκαιου λογοπαίγνιου
ο ποιητής ήταν άλλωστε
πάντα φαλακρός
κι η ποιήτρια
πάντοτε πάντοτε
μια οπτασία
ο έρωτάς τους
ήταν κατά του πλήθους
και υπέρ των ειδικών προσδοκιών
ο τρόμος ήταν ένα μακρύ
εμπόδιο
καθ' ύψος
και κατά βάθος το παιχνίδι
ήταν ένα πρόβλημα
το μυαλό είναι που τρίζει
οι χειρολαβές
απλώς και συγχρονισμένως
λικνίζονται
κατά την επιθυμία των
τρελών οδηγών
είμαι μία οδηγός
τουρστικού λεωφορείου
το οποίο ρίχνω σε μία κολόνα
και όλοι όσοι πριν λίγο
θαύμασαν την Πίζα
κρέμονται τώρα νεκροί
απ'τα παράθυρά μου
εγώ επέζησα
κι έτρεξα
κι έτερξα
κι έτριζα αφού δεν κρατιόμουν
από πουθενά
ο περίτεχνος λαιμός
οι κυκλικοί πόροι
το στόμα
και τα μεγάλα μεγάλα χέρια
ήταν ανοιχτά
ήτανε όλα τους ανοιχτά
και καλούσαν σε χειροκρότημα
το άδικο πλήθος
στάθηκε απέναντι
η δικαιοσύνη είναι δική μου
φώναζα
κι εκείνο
στεκόταν απέναντι
ακάματο