12.1.17
το άγνωστο
δεν είναι ορατό
από κάτω προς τα πάνω
όπως
o κόντρα τενόρος
που συντηρητικοί φιλόδοξοι ακροατές
δε θα διακρίνουν
σκληρά καβούρια τα αυτιά τους
όσο η φωνή εκείνου
συνεχής
ιδιόμορφα μεταστρέφεται
και μοιράζεται
σαν αγάπη
υψώνεται
και πολεμάται βέβαια
από τους ως άνω
τυφλούς
και τους κωφούς καθοδηγητές τους
ή διπολικά εναγκαλίζεται
με αγκάλη σφιχτή εάν και μόνο συνεχίσει
εάν και μόνο μοναχική
η φωνή συνεχίσει
να καλεί
στον δρόμο που ανοίγεται
ανοίγεται πλατιά
σφιχτή γλυκιά φθονερή αγκάλη
ωσάν μία μέγγενη!
από μαύρα χέρια λιγνά
που ποθούν να πιάσουν την άκρη ενός
πουκάμισου
έστω
είναι αυτά
τα ξένα λιγδερά χέρια της
ανοησίας
που τρέμουν στην όψη του μεταφυσικού
η παράταση της ζωής
είναι βέβαιη
και πικρή
για εκείνους που ξεμακραίνουν
με τα μαύρα χέρια τους
άδεια
σίγουρα άδεια
θα είναι ετούτη
η κατάληξη του
ύπνου