16.1.17
το μπαρ λεγόταν εποχές
κι ήταν όλες
τις εποχές
κατασκότεινο
ανοιχτό απ'τα μεσάνυχτα
ως το πρώτο πρωινό φως
γεμάτο τρελούς
ήταν όλοι τους τρελοί
εκεί μέσα
κι ήμασταν εμείς
οι καλύτεροι πελάτες
η γωνία ήταν πάντοτε δική μας
κοιτούσαμε τον πεντάμορφο λαντζέρη
ως το τέταρτο ποτό
που μας έβρισκε όλους μαζί
ξαφνικά να χορεύουμε
-ήταν άραγε χορός;-
σαν λυσσασμένοι
ένα μακρύ σάντουιτς τρελών
μια μεγάλη φωτιά στο κέντρο του μπαρ
στις εξής σκοτεινές φιγούρες:
-κόκκαλα και κόκκινα πανιά
-ακροδαχτυλάκια μου
-ανάποδα κεφάλια
-φάτε πιείτε πολύ
-γίνετε άμεσα ένα γεράκι
-κάθετο σύμπαν
-φως φως πλημμυρίζει
-η μαργαρίτα με αγαπάει
-χωρέστε ο ένας μέσα στον άλλον
-τέλος όλα
ήμασταν ένα φοβερό θέαμα
τώρα που το σκέφτομαι
μα τότε
δε μας καιγότανε καρφί
για κανέναν
κι έτσι δεν καταλαβαίναμε
πόσος κόσμος
ερχότανε
και περίμενε υπομονετικά
κάθε βράδυ την παρέα
να μπει
ώσπου μια μέρα
η παρέα δεν ξαναμπήκε
πουθενά
ούτε στις εποχές
κι εκείνες έμαθα
έκλεισαν
λίγο μετά
γιατί όλα κλείνουν
και τελειώνουν
πεθαίνουν σαν όμορφα πουλάκια
στην άσφαλτο