7.9.10
Θα'σαι εδώ λοιπόν. Εκτός κι αν πας στη Ρόδο. Θα'σαι εδώ κοντά, μπορεί να κάνουμε διάφορα για λίγο καιρό. Θα διαβάζουμε κυρίως. Σ'ένα από τα σπίτια, το πιο ζεστό. Τα πόδια σου θα 'ναι κάτω απ' την κουβέρτα. Θα τη μοιράζεσαι πότε πότε. Μισή μισή. Ξεχνάω πώς ήτανε το καλοκαίρι. Έτσι παθαίνω στο κρύο. Τώρα η ζέστη είναι πολύ παλιά. Ήτανε στο πρώτο καταφύγιο, στον δρόμο για να φτάσουμε εκεί, στα χέρια μου που αγκύλωσαν στα 2100, σε βράδια που 'κανες μόνολογκ και μας ανέβαινε το φαϊ από τα γέλια. Όταν φοράω το βραχιόλι θυμάμαι και τους τρεις γιους. Τους δυό πορτοκαλί κυρίως. Αθώα αυτά. Και τα πονηρά στην αυλή που βάζαμε ξύλα να ζεστάνουν το νερό. Ζεστάθηκε το νερό, κρύωσε αμέσως μετά. Κι εσύ επέμενες να χάνεις χρόνος σταματώντας για να ακούσεις. Μετέφραζες τι λένε οι γερμανοί που δεν προλάβαν για λίγο να μας δουν γυμνούς. Όλο Γερμανοί το χωριό. Μ' όλους μίλαγες. Βι γκετς και ναχ μπερλίν και γω κάιν ντόιτς ή άντε άιν μπίσχεν. Τα αθώα λοιπόν. Πολλά τέτοια. Στην αιώρα κυρίως. Μπορεί να μη φυσούσε πουθενά. Στη βεράντα σου φυσούσε. Α. Πριν απ'ολα αυτά.
Ήτανε πρώτα στο χωριό που δενέχει φυτά. Τρώγαμε σάντουιτς. Εγώ με σουβλάκι, εσύ γύρο, εκείνος είχε μόνο μια έγκυο σκύλα στη ζωή κι έπινε, μιλούσε, δεν έτρωγε. Ταϊζαμε το τσεπόσκυλό του και μιλούσαμε για κουνγκ φου και φλάουτα, τις ειδικότητες των παράξενων αντρών. Πώς να σε κοίταξα και πώς το'δε και πώς στο καλό έχωσε το πρόσωπό του στο οπτικό μας πεδίο λέγοντας αυτές τις δύο λέξεις με το αμφίβολο ερωτηματικό; "Είσαστε" ήταν η πρώτη κι η άλλη άμα γραφτεί δεν είναι ωραία, δεν τη γράφω. Φάγαμε τα υπόλοιπα, τον ακούσαμε που'χε κι άλλα να μας πει, δώσαμε τα χέρια και φύγαμε. Δε μ'άρεσε ποτέ εκείνο το μέρος. Αλλά τότε ήταν καλό. Ωραία ήταν. Κι ύστερα το επόμενο που μπορώ να θυμηθώ είναι το χέρι σου να κουνάει την αιώρα. Την αιώρα που 'λεγα πριν, δεν υπάρχει άλλη στη ζωή μου. Αιωρούμαι εγώ και βραδιάζει, απ'το μυαλό σου βγαίνει ένα μικρό φωτάκι για να διαβάζεις το βιβλίο. Τρεις σελίδες και για μένα φωναχτά πριν κοιμηθώ μέσα στις πέτρες, κάτω απ'τα ξύλα, δίπλα στη φωτογραφία του λήσταρχου Καντάρα. Στη βεράντα πάλι απ'το πρωί, κάτι ψήνεις, πλευρώτους, δίνεις και σ'όσους περνάν, στο ραδιόφωνο παλάμης λένε τα νέα, δεν είναι δικά μας. Η θάλασσα. Καλή κι αυτή. Οι βάθρες. Ανεβαίνεις, ανεβαίνεις πολύ, ιδρώνεις, σε μυρίζω όσο σ'έχω μπροστά. φτάνουμε. Ξέρει ότι έφτασε κανείς άμα δει κάτι σαν όαση. Βουτάς και πίνεις. Πονάς, σε πονάει, είναι παγωμένο μα το θες. Βούτηξα κι εγώ, έχω αποδείξεις. Τα πριόνια. Όλη μέρα ανηφόρα κατήφόρα και λίγο πριν βραδιάσει φτάνουμε, καθόμαστε, κοιτάμε στους πίνακες την κορυφή που δεν πατήσαμε, μας ρωτάει τότε το παιδί τι θα θέλαμε. Τι να θέλουμε; Ένα ζεστό πιάτο. Το μοιραστήκαμε. Ψωμί και φασολάδα. Τίποτ' άλλο. Αυτά κι εσένα. Τι άλλο. Στο σπίτι πάλι. Ύπνος στη σοφίτα. Άμα κατουριόμουν κατέβαινα στα σκοτάδια με τον κώλο. Ένα βράδυ ήταν που. Στηρίζω λοιπόν τα πόδια μου στο ταβανι να μην κουνιόμαστε και μας ακούσουν. Κουνηθήκαμε. Εγώ κουνήθηκα. Κι οι φωνητικές μου χορδές κουνήθηκαν. Μας άκουσαν, πάντα μας ακούν, φίλοι, ξένοι, εργαζόμενοι. Μας ακούν κι όταν βάζουμε το σκληρό σου δίσκο στο αμάξι. Γυρίσαμε στον πολιτσιμό, έχουμε ρεύμα, περνάμε αλλιώς. Θα γίνουμε λιντιχόπερς. Παραλίγο φέτος και να σαλπάρεις. Θα σαλπάρεις! Άλλή ώρα. Θα 'χεις ιστιοφόρο με τρομερό όνομα, δεν μπορώ να το φανταστώ, θα'χει ξύλα, θα'ναι σπάνιο, θα λες πάμε μια βόλτα κι αντί για πόδια, θα'χεις μια καρίνα να.
Από αύριο δε θα μοιράζομαι μέρες με κανέναν. Γυρίζω πίσω. Σε προσκαλώ στο σπίτι μου να βρεις δικό σου σπίτι κι άργησέ το κάπως. Κάνε τον δύσκολο, δες τίποτα τρώγλες, κακές σπιτονοικοκυρές, μαύρους φωταγωγούς και διαμερίσματα σαν το δικό μου πριν βρεις ένα καλό. Να δω αν θέλω. Μη γίνει και θέλω λέω κανονικά σ'αυτήν την από αύριο αλήθεια.