10.7.10
Εικοσιδιόμιση λεπτά κοντσέρτο για βιολί. Είχε τελειώσει πριν τελειώσεις εσύ. Ύστερα δεν είχαμε τίποτα ν' ακούμε κι έτσι μου 'δειξες μέσα έξω τα νέα σου. Δε θυμάμαι τη μέρα, την γράφει εδώ κάτω δεξιά, μαζί και την ώρα που ποτέ δεν κοίταζα όσο ήμουνα εδώ κι εσύ εδώ. Επρεπε να σε πηγαίνω και με πήγαινες εσύ. Προς το παρόν σ'ακολουθώ. Σε βάζω στο τρένο να φύγεις, έρχομαι κι εγώ την άλλη μέρα. Έρχεσαι εσύ δω, επιστρέφω κι εγώ μαζί. Ο Πίκο, ο τρελός αυτός παπαγάλος, κράζει στο ιατρείο του γυναικολόγου, ζώο είναι όπως κι εσύ κι έτσι το αγαπάς απευθείας. Μετράς πόσα σκυλιά μπορούν να μπουν ανάμεσα μας κι εγώ τα διπλασιάζω. Ψάρια δε θα ψαρέψουμε είπαμε αφού μου εξήγησες πόσο κακό τους κάνει το αγκίστρι κι ας τα ξαναπετάω μέσα. Ποτέ λοιπόν με τα χέρια σου δε θα'πιανες ένα μπακαλιάρο μα μου τον σέρβιρες λαχταριστό πάνω στη λαδόκολλα κι ας έφαγες αν θυμηθώ και λίγο απ'τον δικό μου. Τρώγε απ\τα δικά μου κι ας αγχώνομαι όταν οι τηγανητές πατάτες είναι λίγες. Θα το ξεπεράσω, όπως μου'φυγε κι η στεναχώρια από'κείνη τη  διαγραφή των φωτογραφιών μου στο λιμάνι. Δεν ήτανε τίποτα σπουδαίες εκείνες οι εφτά, αλλά τις ήθελα. Ξανάρχισα να βλέπω. Στις δικές σου είμαι ασπρόμαυρη και σ'όλες γελάω, όλο γελάω, με κάνεις να γελάω. Μα γίνεσαι και σοβαρός να μου εξηγήσεις τι'ναι το απαρτχάιντ και το χάρντι γκάρντι. Μαθαίνω και τα θυμάμαι να σου απαντήσω όταν γίνεσαι δάσκαλος και ελέγχεις. Μα δεν είσαι δάσκαλος, είσαι το παιδί. Τυλίγεσαι στο σεντόνι και κοιμάσαι με το βρώμικο πόδι μου να σου μπαίνει στο μάτι. Κάνεις το λάμδα ρό και πετάς 30 χρόνια απ'την πριν λίγο αντρική βαθιά φωνή σου. Πήγα κι εγώ να σου δείξω πώς κάνω την κουκουβάγια με τα χέρια, με πρόλαβες μία φορά κι όλο με προλαβαίνεις από τότε πριν καταφέρω να κλείσω καλά τις παλάμες μου. Σε αγριοκοίταξα τις προάλλες και μ' άφησες να το κάνω πρώτη. Ούτε που σφύριξε ο αέρας, έτσι σου'κανα νόημα κι άρχισες την επίδειξη των πτηνών. Γελούσα πάλι. Και στο πανεπιστημιακό δεν κλαίω, γελάω άμα'ρθεις εσύ και πεις κάνα καλό ανέκδοτο. Τα λέω κι εγώ, στο'πα, μα κάτι δε λέω καλά, ίσως να μην κοιτάζω πονηρά όπως εσύ ή μπορεί τ'ανέκδοτά σου να'ναι μάπα, μα εμένα με κάνουν να γελώ. Φεύγω τώρα να οδηγήσω τρεις ανθρώπους κι έναν σκύλο στο κέντρο της ζέστης. Εκεί είσαι κι εσύ, βάφεις τη σοφίτα σου, εκεί κι η γιαγιά που καίγεται και δεν πιστεύει στο 36 κι έξι. Ούτ'εγώ πιστεύω. Άμα καίγεσαι καλά από μέσα, απ'έξω είσαι πάντα δροσερός.




1

At 14 Ιουλίου 2010 στις 12:55 μ.μ., Blogger Yannis Petsas said........
Συνταρακτικά γεγονότα ε; Κατά τα άλλα καλά υποθέτω, αλλά γιατί δε γράφει κανείς; Τι σόι άνθρωποι είναι αυτοί;