Είν'εδώ πάλι κόσμος. Χτυπάω την πόρτα για να μπω στην τουαλέτα, ποτέ δε βρίσκω το ζευγάρι της παντόφλας μου. Ο μπαμπάς ζεσταίνεται, ο σκύλος δεν έχει πού να κάτσει κι ο αδερφός μου βλέπει τηλεόραση όλη μέρα. Η ξαδέρφη μου μιλάει με αγόρια σ' ένα κινητό που'χει και ίντερνετ κι οι υπόλοιποι κάθονται ήσυχοι. Βρήκα λίγο χώρο ανάμεσα στις βαλίτσες, λίγο χρόνο μόνη κι είπα θα γράψω λιγάκι για σένα, να πω δυό πράγματα μην τα ξεχάσω. Τι άλλο θα μπορούσα ν'ακούω τώρα, στον έκανα και δώρο χτες, χάρηκες, χάρηκα κι εγώ και ντράπηκα κι αναρωτήθηκα μήπως δεν κάνω τέτοια κι ύστερα είπα σιγά! κάνω. Σου πήρα και δυό ψάθες για ξεκάρφωμα που'χαν κρυφό νόημα αλλά ήταν το μόνο που θυμόμουνα καλά ότι δεν έχεις. Σου πήρα λοιπόν μια κίτρινη και μια κόκκινη και τις άφησα στο πόρτ μπαγκάζ δίπλα στη σακούλα με αυτόν να περιμένει μέσα φυσικά. Το'χα στο μυαλό μου όλη μέρα που υρνούσαμε να γιορτάσουμε εδώ κι εκεί και με πνευστά, κρουστά, τηγανητά. Το'χα στο νου μου, έλεγα πώς θα γίνει, πώς. Να σου πετάξω τα δώρα στο κεφάλι κι ύστερα να τρέξω, ο μόνος τρόπος να μη νιώσω έτσι όπως ένιωσα τελικά όταν φρέναρα με δύναμη έξω απ'το βασιλικό θέατρο και σε διέταξα να κατέβεις και να μ'άκολουθήσεις στο πίσω μέρος του αμαξιού. Έκανες όπως σου'πα κι έτσι εγώ ανοίγω και σου δείχνω και λέω είν'όλα δικά σου. Εκεί το'νιωσα. Όπως και λίγο πιο μετά που διάλεξες ένα σιντί απ'τα τρία και τον έβαλες να τραγουδάει με τις ψάθες να χτυπιούνται δεξιά κι αριστερά απ'την παράλογη οδήγηση μου. Άρχισες τα ευχαριστώ, τα πασατέμπο και τα συναφή. Τελειώσαμε μ'αυτά κι ύστερα άρχισες να περπατάς ένα βήμα μπροστά τραβώντας με απ'το χέρι, ξεναγός σε ξένη πόλη. Πριν τελειώσει η Ναυαρίνου μ'έβαλες μέσα στ'αρχαία και μου'πες εδώ είμαστε. Έβαλες μια καρτούλα στην οθόνη, η πόρτα έκανε μπιπ και μπήκες. Ανέβηκα έναν όροφο, μισόν ακόμη κι είχες ήδη ανοίξει ένα σπίτι. Μας κόιταζε από 'κει μέσα ένας άντρας γυμνός από τη μέση και πάνω, με σημάδι στο κούτελο απο τον ύπνο πάνω στο γραφείο που λίγο πριν του έκοψες. Αχ ήτανε ο Χανκ! Μεθυσμένος, κούκλος, με μούσια και κοιλιά. Σ'αυτουνού το σπίτι κοιμηθήκαμε, αυτός ροχάλιζε όσο με φιλούσες. Του χάρισα κάποια μπισκότα μαζί μ'ένα παράξενο σημείωμα για να τα φάει, δεν τα'φαγε και μου'πε ψέματα μη με σταναχωρήσει, το εκτίμησα βέβαια αφού κι αυτός είχε εκτίμησε εμένα. Και ξημέρωσε τελικά, σου έδωσε δεύτερα κλειδιά, έχεις σπίτι στο κέντρο και θα το γεμίσεις κοριτσάκια. Θα τους δείχνεις το μπαντονεόν κι ύστερα θα τις διώχνεις μόλις σου γκρινιάξουνε που οι πόρτες δεν κλείνουν καλά. Αρέστηκα κι εγώ σ'αυτό το μέρος, το θέλω ναι να ξαναμπώ κι ίσως με βγάλεις καμία έκτακτη φωτογραφία μπροστά απ'τα πέντ-έξι χρώματα του τοίχου. Θα σε παρακαλέσω αύριο άμα το θυμηθώ να περάσεις απο'δω να τα επαναλάβουμε όλα. Κι εκεί στους ρατσιστές να σου θυμίσω να με πας ξανά, εκεί που μ'είδες μέσα στην κάμερα όπως θέλω να με ξαναδείς και κάπου κάπου δηλαδή να συνεχίσεις να με βλέπεις. Όλη μέρα έξω είμαστε. Εκεί βρίσκω τα πόδια μου, εκεί βρίσκω τη σκέψη μου, το γέλιο. Πονάν τα πόδια μου, βρώμισαν τα πόδια και των δυό μας και ξέρω θα στα φιλήσω όσο εσύ θα γλείφεις τα δικά μου. Μα νομίζω πως η γλώσσα σου έμεινε στα πόδια μου αφότου πήγαμε στα ζεστά νερά. Ξημέρωνε, το'βλεπα απ'τις τρύπες του βυζαντινού τρούλου, γελούσα και χαιρόμουνα τις πέτρες που'σκιζαν την πλάτη μου κι ύστερα τα γόνατα και τις παλάμες. Κι εκεί στους υδρατμούς, στην άκρη λες, στο τέρμα της γκρίχενλαντ, μ' έσυρες χωρίς χαπια όπως και πάνω στο βουνό που φάγαμε ό,τι μας δώσαν. Τέσσερις ώρες άχρηστος ύπνος και πάλι στους δρόμους όπου μου δίνεις το λικέρ της ακακίας, με ταϊζεις καβουρμά και παστουρμά, πατατούλες κομμένες στο χέρι, κομπόστα κεράσι για το τέλος. Γελάω, δεν ήταν τέλος. Κι αν όλ'αυτά σου φαίνονται ρομαντικά, δεν έχω άλλη λύση, καλέ μου φίλε. Ας κάνουμε σφιχτά τη χειραψία όσο φιλάς το στόμα μου γλυκά. Πιο σφιχτά, πιο γλυκά, έτσι σφιχτότερα. Α, να. Περνάει. Πάει.