Δεν έχω λεφτά, φύγε. Έτσι του'πα. Κρατούσε το πράσινο κλαρίνο του φτιαγμένο από σκουπόξυλο και φυσούσε. Πάντα του 'δινα κάτι μα τώρα δεν είχα φράγκο. Πήγιανα στο μπαρ. Ήταν η δεύτερη συνάντησή μου με τρελό σε απόσταση τριακοσίων μέτρων που απέχουν σχεδόν τα πάντα από το σπίτι μου. Δεν παρήγγειλα τίποτα στο μπαρ, άλλωστε έχω κάνει γερό σεφτέ εκεί μέσα και κανένας δε λέει τίποτα άμα γουστάρω να τη βγάλω με νερόή κάνα κέρασμα. Ήμουν πολύ ωραία, αλήθεια ήμουν καλή. Το κινητό χτυπόυσε κάθε πέντε λεπτά. Ήτανε πιωμένος, έλεγε μαλακίες. Μες στο σκοτάδι, κάποιος μου'ριξε το τηλέφωνο κάτω, διαλύθηκε το κωλοκινητό κι έσκυψα να το συναρμολογήσω. Με σήκωσε απ'τους αγκώνες. Δεν κατάλαβα ποιος ήταν, μα ήταν ο μοναδικός ψηλότερος από'μένα εκεί μέσα και μου'φτανε αυτό αρχικά για να του δώσω όλη μου την προσοχή. Μ' αγκάλιασε, με φίλησε στο μάγουλο, μ'έσφιξε λίγο πιο πολύ στο τέλος κι ύστερα με κράτησε πίσω, χαμογέλασε και κατέβηκε στο ύψος μου να δει το πρόσωπό μου καλύτερα. Κάτι μου θύμιζε, ένιωθα πως τον εκτιμάω, ότι είναι αστείος, κι έξυπνος. Μα αν τα 'ξερα όλα αυτά, τον γνώριζα από κάπου στ'αλήθεια. Μου 'λεγε διάφορα κι όσο μιλούσε τα δόντια του έλαμπαν μαζί με τα ανοιχτόχρωμα μάτια του των οποίων το χρώμα δεν μπορούσα να διακρίνω. Του'δειξα το αυτί μου να καταλάβει ότι δεν ακούω τίποτα. Μ'έπιασε απ'το χέρι και μ'έβγαλε έξω. Το φως απ'το πατσατζίδικο έπεσε πάνω του. Είχα δίκιο. Τα μάτια του ήτανε σαν του λύκου. Γαλάζια. Με το σκούρο δέρμα και τα γένια γύρω, έφτιαχνε σπάνιο είδος. Χάθηκα, δε θυμάμαι τι μου'λεγε, εγώ έγνεφα ναι ναι. Μπήκαμε μέσα. Θυμήθηκα ποιος ήταν πολύ μετά. Τον κοίταζα εκεί που στεκόταν κάτω από τον πίνακα της γυμνής Μάγια και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Απαγορευμένη κι εγώ για εκείνον. Δε θα τολμούσε ποτέ. Δεν είναι σαν εμένα που δε νοιάζομαι συνήθως. Δωσ'μου το νούμερο σου, έτσι μήπως χρειαστεί είπε εκείνος φιλικά, το'δωσα κι έφυγα πριν το μετανιώσω. Γύρισα στο σπίτι με μισή καρδιά, φτιάχνοντας στον δρόμο σκέψεις χωρίς σεξ, σάλια, ή πρόστυχα πράγματα όπως συνήθως. Πότε, λέει, ήμουν εγώ και πηδούσα πάνω στο κρεβάτι για να τον ξυπνήσω, πότε αυτός μου έγραφε στο πρόσωπο μαύρα μουστάκια και γένια και μου'λεγε πως τώρα μαάλιστα, τώρα του μοιάζω. Το κινητό μου ήταν ακόμα κλειστό κι η οθόνη είχε σπάσει. Έγραψα το πιν κι έκλεισα τα μάτια μου. Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή κι ο Αυτιάς είχε σύνδεση με Σέρρες. Ο ήχος του μηνύματος με ξύπνησε. Δεν πρέπει να'χε περάσει ούτε ένα λεπτό που κοιμόμουν, ο Αυτιάς μιλούσε ακόμα με Σέρρες. Άγνωστο νούμερο. Ωραίο νούμερο. Με πολλά εφτάρια. Εφτά κι οι λέξεις λίγο πιο μέσα. "Συγγνώμη, δεν μπορώ να μη σε σκέφτομαι".
Έφυγα για το μπαρ. Δε θ'άφηνα ποτέ τόσο μπλε μάτια που γράφουν τη συγγνώμη με δύο γάμα για το τίποτα. Το δικό μου τίποτα, το δικό του σχεδόν τίποτα πια, το δικό τους αφόρητο 'τα πάντα'. Για'μένα τίποτα.
Έφυγα για το μπαρ. Δε θ'άφηνα ποτέ τόσο μπλε μάτια που γράφουν τη συγγνώμη με δύο γάμα για το τίποτα. Το δικό μου τίποτα, το δικό του σχεδόν τίποτα πια, το δικό τους αφόρητο 'τα πάντα'. Για'μένα τίποτα.
:)