28.5.10
Έκανα όλη το δρόμο μες στην καρότσα. Δεν μπορούσα να δω κανέναν. Μόνο οι νταλικέρηδες μ'έπαιρναν μάτι κάθε φορά που προσπερνούσαν κι έβγαζαν τη σαλιάρικη γλώσσα τους έξω ή έκλειναν το μάτι. Τους χαιρετούσα όλους και στους καλύτερους έστελνα φιλιά. Τέτοια εποχή, εκείνα τα ζωντανά βράδια γελούσα κι ευχαριστιόμουν. Την επομένη γνώρισα εσένα. Ήταν σαν να 'μασταν σε διπλανές καρότσες και να πηγαίναμε μαζί. Εκεί μου είπες πώς έχουν τα πράγματα και πώς μπορεί να ζήσει κανείς. Κοιμόμασταν όπου βρίσκαμε, ξυπνούσαμε από μεγάφωνα που φώναζαν για καρπούζια, αγοράζαμε το πιο ζουμερό και ζούσαμε μ'αυτό όλη μέρα. Ήξερες πώς να το χτυπάς να δεις αν είναι κούφιο μα δεν έτρωγες καρπούζι έλεγες, όπως κι εγώ δεν μπορούσα να έχω για σπίτι μου τις άδειες παραλίες. Όλα γίνανε. Γυμνός έτρεχες να μου βρεις ασφαλείς τρύπες να βάζω τα γεμάτα φιλμ κι όλο σ'έβαζα να τις ελέγχεις μην τυχόν ζει εκεί κάνα καβούρι και τα πάρει. Χάσαμε το μέτρημα των ημερών σ'εκείνη τη ζωή. Αγάπη μου, καμιά μέρα δεν μπορούσε να είναι ολόκληρη όσο ήμασταν εμείς οι δυό μαζί. Μα πρέπει να χωρίζουμε για λίγο ή πολύ, βλέπεις. Μόνο έτσι θα τελειώνουν οι μέρες. Μόνο έτσι οι άνθρωποι θα βλέπουν τη νύχτα, το απόγευμα, το φως. Δώσαμε πίσω ό,τι τους ανήκει και χάσαμε ό,τι ανήκε σε'μας. Μα θα'ρθει η ώρα που θα σε φιλήσω πάλι ανάμεσα στη μύτη και το μάτι. Απο'κεί μέσα που καίω ακόμα εγώ, ξέρουμε να χάνουμε τον χρόνο. Από'κει σου φυσούσα την ιδέες κι εσύ τους έδινες τη μορφή μου. Στις πήρανε μα έχω ακόμη. Αρκεί μια βόλτα με τ'αγροτικό κι ύστερα να φουσκώσω τα μάγουλά μου με αέρα λίγο πριν εμφανιστείς εσύ σαν τότε απ'το πουθενά και...φου.




2

At 28 Μαΐου 2010 στις 11:12 μ.μ., Blogger mamma said........
Πόσες εικόνες! Τυχερή είσαι (ξέρεις να τα απολαμβάνεις, ξέρεις και να τα γράφεις).
 




At 2 Ιουνίου 2010 στις 12:53 π.μ., Blogger ολα θα πανε καλα... said........
Πολλά παιδικά και εφηβικά βράδια μου τα πέρασα σε καρότσα αγροτικού αυτοκινήτου,εν κινήσει,καλοκαιρινές νύχτες,κάπου στην επαρχία.Είναι πραγματικά αξέχαστα,φανταστικά.Νταλικιέρηδες δεν περνούσαν από δίπλα,οι δρόμοι ήταν στενοί,ίσα που χωρούσαν δύο αυτοκίνητα κι ήταν φορές που περνούσαμε μέσα από καλαμιές και δέντρα,τα κλαδιά των οποίων έγερναν στο πέρασμα του αυτοκινήτου.Αψιές μυρωδιές και στυφές,κάτι σαν μέντα και σαν λεμονόχορτο μου έρχονται στη μύτη.Κι ένας ουρανός γαλατένιος,με άσπρες τελίτσες που τρεμόσβηναν.Κι ένας χρόνος ατελείωτος.