Είμαι εδώ και δε χρειάζομαι βοήθεια και τέτοια. Δηλαδή, έδωσα ένα παπούτσι γεμάτο σκατά στον πατέρα μου να το καθαρίσει. Εντάξει και σήμερα ήρθανε και δύο γέροι στο σπίτι. Ο ένας θα μου ξεβίδωνε τη βρύση της κουζίνας για να της βάλω λάστιχο. Με είχε δει στο μπαλκόνι με κουβάδες κι ύστερα ήρθε μ'ενα παράξενο εργαλείο και μια πολύ παράξενη μυρωδιά. Ξεβίδωνε σαν να έκανε κάποια σπουδαία δουλειά, μου'λεγε να τον φωνάζω όταν έχω προβλήματα κι εγώ φοβόμουν μήπως τελικά θα με χουφτώσει. Δε με χούφτωσε. Το σαλόνι μου είναι δίπλα με την κρεβατοκάμαρά του και δε μου'χει πει ποτέ να μην κάνω αυτά που κάνω. Ίσως να ζει μέσα από'μένα όπως σταινίες, σαν να χορεύει δηλαδή όταν χορεύω, να παίζει σκραμπλ όταν παίζω, να γελάει όταν γελάω και να μην είναι παππούς πια. Κι ήρθε τώρα το απόγευμα κι ένας ακόμη να μου φτιάξει το θυροτηλέφωνο. Του'φερα ένα κατσαβίδι ενώ αυτός μασούσε κάτι καλώδια κι απομακρύνθηκα φυσικά μα διακριτικά μην τον χτυπήσει το ρεύμα και πάω κι εγώ άδικα ενώτου'πα άλλωστε τόσες φορές πως πρέπει να προσέχει. Ύστερα έζησε, μου'δωσε τ'ακουστικό κι έκανε δοκιμές. Άκουσα ένα δυό μπζ κι έτσι απλά το'χε φτιάξει. Μετά μου'πε πως μου χρωστάει ούτως ή άλλως μεγάλη χάρη. Τι στο καλό, σκέφτηκα. Ποιος είναι αυτός που έβαλα στο σπίτι μου. Κι άρχισε να μου λέει μια ιστορία που μου φαινόταν σιγά σιγά γνωστή κι έλεγα όλο αααα και α ναι. Του'χαν τρακάρει τ'αμάξι πριν δυό χρόνια εδώ από κάτω κι εγώ τότε είδα ποιος το έκανε λίγο πριν την κοπανήσει. Κατέβηκα θυμάμαι κι άφησα ένα χαρτί μ'όλες τις λεπτομέρειες κι αυτός τον βρήκε τον αλήτη, είπε, και γλίτωσε δυό χιλιάρικα ζημιά. Σφίξαμε τα χέρια. Ήμασταν καλοί άνθρωποι. Έκλεισα την πόρτα και σκεφτηκα αυτούς τους δύο κι ένα ακόμα γέρο που μου'χει δανείσει ό,τι χρήσιμο υπάρχει στο σπίτι του αυτά τα πέντε χρόνια. Κι ύστερα μέτρησα πόσοι νέοι μένουν στην πολυκατοικία. Έχω δει πολλούς. Μια ξανθιά στον όροφο που φοβάται τον σκύλο μου, η από κάτω που σταμάτησε να φωνάζει. Και πολλά αγόρια ζουν εδώ μα εγώ πάλι ξέρω μόνο τους γέρους. Μπορούσα να ξεσφίξω μόνη αυτήν τη βρύση, και βέβαια μπορούσα, ύστερα να φωνάξω έναν ηλεκτρολόγο και μετά ν'αγοράσω μια σκάλα ή ό,τι μου λείπει. Συνήθισα απλά σ'αυτές τις συναντήσεις. Βγαίνω με τις παντόφλες και τη Μάγια, χτυπάμε το κουδούνι, ανοίγει αυτός, χαϊδέυει το σκυλί, λέω θέλω τη σκάλα, μου τη δίνει, την παίρνω κι ύστερα την επιστρέφω. Άμα σε συμπαθούν οι γέροι και τα ζώα, είσαι μάλλον εντάξει. Κι άμα είσαι γέρος σαν αυτούς είσαι σίγουρα εντάξει.