Είσα παντού. Σ'αυτά που γράφω τώρα. Σε όσα έγραφα κάποτε και δε θέλω πια να ξαναγράψω. Μ'ακολουθείς στα μαθήματα και μαυρίζεις τις σημειώσεις μου. Φεύγω στη μέση της παράδοσης, ανοίγω, κλείνω, βάζω μπρος κι είσαι στη θέση του συνοδηγού. Την πας πίσω να χωρέσεις, γυρνάς, κοιτάς και λές ξεκίνα. Τι λόγο έχεις να'σαι εδώ, πες. Τις Πέμπτες που χορεύω, το σώμα σου είναι κολλημένο στην πλάτη μου. Εκατό κιλά μ'εμποδίζουν να κάνω τις πιο απλές φιγούρες. Ο καβαλιέρος μου παλεύει να με βάλει στο ρυθμό κι όταν μου εξηγεί, μαζί με τ'όνομά μου λέει το δικό σου. Ποιος αποφάσισε το όνομά μου να'χει δέκα γράμματα; Τον σπρώχνω και πάω στον επόμενο. Τα ίδια όλοι, τα ίδια κι οι ντάμες κι η καθαρίστρια ακόμη όταν μου λέει να μην πατάω στα σφουγγαρισμένα. Είμαι αυτή με το σύνθετο όνομα και το παράσιτο στην πλάτη. Χορεύεις κι εσύ μαζί μου μέχρι να κλείσει η μουσική. Κι ύστερα κατεβαίνεις σαν από άλογο και με πηγαίνεις σπίτι. Δε σου'δωσα ποτέ κλειδί αλλά με προσπερνάς και ξεκλειδώνεις. Ανάβεις τα φώτα να βλέπω και τα σβήνεις όταν έχω κοιμηθεί. Θέλω να μ'αφήσεις, νόμιζα, μα καθε πρωί ελπίζω να'σαι κάπου εκεί, έτοιμος να με ανέβεις. Κανείς δε σε βλέπει. Ρώτησα, με τρόπο, πολλούς. Καμιά φορά ούτ'εγώ, μα φαντάζομαι πως θα'χεις κι άλλες δουλειές ή θα'χεις πάει να κατουρήσεις. Πάνω στη θλίψη μου, μπαίνεις στο δωμάτιο. Δεν ξέρουν να σε δουν οι άλλοι. Τα μάτια τους είναι μικρότερα απ'τα ψίχουλα. Δεν ξέρουν πού να κοιτάξουν. Μόνο εγώ σε βλέπω να τρως από'μένα και να ζεις. Ανέβα. Είναι Πέμπτη σήμερα. Κι έχω τόση δύναμη που μπορεί και να μπορέσω να μπορώ για πάντα.