Ήταν η πρώτη φορά που έβαζα αηλάινερ. Έμοιαζα όμως σαν να τραβάω χρόνια αυτήν τη γραμμή. Οι ευθείες είναι πάντα εύκολες, σκέφτηκα. Άλλαξα γνώμη και γύρίζοντας τον καρπό μου διέγραψα μια ζόρικη καμπύλη. Κράτησα το πινέλο πάνω απ'το κεφάλι μου για να συγκρίνω το βαμμένο βλέφαρο με το άβαφο. Εκείνη τη στιγμή, μια μαύρη κηλίδα έσταξε στο δεξί μου μάγουλο. Έτσι, βγήκα στους δρόμους με την καινούρια μου ελιά. Το μαγαζί ήταν γεμάτο με τους ίδιους. Η παρέα μου άντρες. Στη γωνία μπροστά μου τρείς ξανθιές 50άρες έβγαζαν φωτογραφίες η μία την άλλη. Ύστερα ξεκίνησαν να κουνάν τους κώλους τους. Δεν είχα όρεξη απόψε. Καθώς έγνεφα καταφατικά στις αμοησίες που μου'λεγε ένας, το βλέμμα μου έπεσε στο απέναντι σουβλατζίδικο. Τέσσερις άντρες καθόντουσαν όλοι μαζί σ'ένα τραπέζι με φαγητά και γελούσαν. Φορούσαν πορτοκαλί και φαίνονταν κουρασμένοι. Συζητούσαν κι ίσως έλεγαν για τα σουβλάκια που πούλησαν σήμερα. Παράτησα το ποτό και βγήκα έξω. Έκανα δυο μεγάλα βήματα και άνοιξα την πόρτα του Λάκη. Ένας απ'όλους τους πορτοκαλί, ήρθε στον πάγκο να μ'εξυπηρετήσει. Παρήγγειλα το κλασσικό. "Πακέτο;" "Όχι, θα καθίσω", είπα. Τους κοίταξα έναν-έναν. Αναρωτήθηκα ποιος απ'όλους να'ταν ο Λάκης. Έκατσα στο διπλανό τραπέζι κι άρχισα να τσιμπολογάω κρύες πατάτες απ'το σάντουιτς. Ήμουν σκασμένη απ'το φαγητό αλλά έπρεπε να αποδείξω πως ο λόγος που είχα έρθει ήταν ο προφανής. Από την ώρα που μπήκα, κανείς δεν έβγαλε άχνα. Ύστερα από λίγο το διαλύσανε και έπιασε ο καθένας τη δουλειά του για το κλείσιμο. Μπαίνοντας εκεί είχα φανταστεί να μου λένε να κάτσω μαζί τους και να πιάνουμε ωραίες κουβέντες για γκόμενες, λαδόπιτες και ποδόσφαιρο. Τώρα, είχα μείνει μόνη μου με τις τρεις πατάτες να συνοστίζονται στο στομάχι μου, ανάμεσα σε αχώνευτες μπάμιες και δύο πιάτα μακαρόνια. Τύλιξα ό,τι αγόρασα στη χαρτοπετσέτα, πλήρωσα κι έφυγα. Είχε αρχίσει να βρέχει. Του σπιτι βρωμούσε καθαριότητα. Στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη. Μ'ενα μαντίλι και λίγο τρίψιμο έσβησα τη μουτζουρωμένη ελιά. Στην αριστερή μεριά του κρεβατιού μου ξάπλωνε ανάσκελα κάποιος με άσπρο φανελάκι και βρώμικα παπούτσια. Ξάπλωσα, γύρισα πλάτη και κοιμήθηκα αναπνέοντας το μεθυσμένο του στόμα. Είδα στον ύπνο μου πως ήμουν άντρας με μαύρη κρεατοελιά στο ζυγωματικό. Είχα μόλις φάει στου Λάκη και καληνύχτιζα τους πορτοκαλί μετά από φοβερή κουβέντα για γυναίκες. Ύστερα γύρισα πάλι στο μαγαζί με τους ξενέρωτους, ήπια το ποτό μου και την έπεσα στις ξανθιές. Τις φόρτωσα και τις τρεις στο αμάξι μου και πήγα σπίτι να αποδείξω ποια κότα έχει το ζουμί. Διέκοψα το πάρτυ ξυπνώντας από τη γλώσσα του γκόμενου που πίεζε ασφυκτικά την κλειτορίδα μου. Του'δωσα μια κλωτσιά στο κεφάλι και πήγα να κατουρήσω. Ήταν ακόμα βράδυ. Το κωλόχαρτο είχε τελειώσει. Προαπαθώντας μάταια να φτάσω το υδρόφιλο βαμβάκι, ευχήθηκα να'μουν άντρας με ελιά. Έμεινα να κοιτάω τις δύο χρωματιστές οδοντόβουρτσες, ανήμπορη να σηκωθώ. Ανήμπορη να κοιμηθώ μόνη.