13.12.09
Σήμερα ήσουν εδώ. Στην πόλη μου, στο πλάι μου. Γυρνούσες με τα γουρλωτά σου μάτια και με κοιτούσες νομίζω λίγο. Μα πιο πολύ με γιάτρευες. Με πραγματικές βελόνες. Φορούσες τα γυαλιά σου για να δείχνεις πού πονάω και πράσινη ρόμπα για να σε ξεχωρίζω από μακριά. Αλλά είσαι τόσο ψηλός που πάντα σ'έβλεπα να μπαίνεις ακόμα κι αν καθόμουν μακριά. Η κοτσίδα σου σταθερά ψηλά όπως άλλοτε, μου υπενθύμισε τι δεν αγάπησα. Η φωνή σου μόνο με ξένισε. Ίσως μεγάλωσες κι άλλαξε. Ίσως την είχα ξεχάσει. Ήθελα να μείνω όλο το βράδυ να με προσέχεις καλέ μου, γιατί ήσουν εσύ σ'αυτό το πρόσωπο. Ήσουν τόσο εσύ που ήθελα να τρέξω και να κάτσω πάνω στο κεφάλι σου. Να με κουβαλάς όταν εξετάζεις κι εγώ να σε βοηθάω λέγοντας 'βήξε' στους δικούς μας αρρώστους. Ήσουν εσύ εκεί πίσω από τη θανατίλα κι έλεγες αστεία. Και πάνω που μ'έπιανε αυτή η ζάλη της υποχρέωσης να είμαι όρθια, ξέχασα πού είμαι και για ποιον. Θυμήθηκα μόνο πόσο μου έλειψε αυτή σου η παρουσία. Η μοναδική σου τέχνη να με κάνεις καλά, είσαι δεν είσαι γιατρός πραγματικός. Σήμερα ήσουν. Ένας γιατρός ψηλός με πλάτες ένα μέτρο, να χωράω να γυρνάω ανάσκελα στον έναν ώμο κι ύστερα μπρούμυτα στον άλλον. Πόσο μεγάλωσες. Ήξερα ότι θα γίνεις σπουδαίος. Μα γιατρός; Αύριο που θα'ρθω πάλι, μην ξεχάσω να σε φωνάξω με τ'όνομά σου. Κι όταν δε θα γυρίζεις το κεφάλι σου, θα μένω μόνη με νεκρούς να κυλάνε πίσω μου και ζωντανούς να παλεύουν μπροστά μου.